Τρίτη 22 Μαΐου 2012

* ** Εσύ... εσύ μου κόστισες. Μου κόστισες, μου δίδαξες... σε μισώ, σε σιχαίνομαι. Σε αγαπάω..; Δεν ξέρω. Ξέρω μόνο πως εσύ φταις. Εσύ; Ή μήπως εγώ; Όχι, όχι, εσύ φταις. Εγώ δεν έφταιξα, εγώ δεν είχα νόηση, δεν είχα χέρια, αυτά που βλέπεις δεν ήταν χέρια, όχι, όχι, δεν ήταν δάχτυλα αυτά που έγραψαν αυτά τα λόγια. Ήσουν εσύ. Εσύ φταις. Ναι, ναι, εσύ πρέπει να έφταιγες. Εσύ έφταιγες. Εσύ έφταιγες γιατί εγώ λέω πως έφταιγες. Κοιτώ πίσω και παραμένω πεισματικά αθώα, νίπτω τας χείρας μου στην λάσπη, στο σκατό, στην βρωμιά, στην σήψη, στην αηδία, στην ουσία σου. Είχα πει πως θα αλλάξω, ναι, είχα πει πως θα αλλάξω κι όσο αλλάζω σου μοιάζω, δεν σου μοιάζω, αλλάζω, όσο αλλάζω σου μοιάζω, όσο αλλάζω σου μοιάζω, είχα πει πως θα σου μοιάζω, είχα πει πως θα αλλάξω κι όσο αλλάζω σου μοιάζω. Μου κόστισες, ναι, μου κόστισες και δεν πρόκειται να παραδεχτώ πως εγώ φταίω, υπάρχουν πράγματα που τα λες έξω, πράματα που τα λες στους φίλους σου αλλά υπάρχουν πράματα που δεν τα ψιθυρίζεις ούτε στον εαυτό σου στο σκοτάδι, όχι, δεν θα ψιθυρίσω, δεν θα ψιθυρίσω, όχι, όχι, δεν ήμουν εγώ, εσύ έφταιγες, θρασύτατε μαλάκα ΜΟΥ ΕΧΕΙΣ ΚΑΝΕΙ ΚΑΚΟ, είχα πει πως θα αλλάξω, κι όσο αλλάζω σου μοιάζω την Παναγία μου. Σε είχα βρει. Σε είχα βρει, σε είχα βρει, ναι, σε είχα βρει και με έχεσες, με έλουσες με τον ιδρώτα σου, με βρώμισες, με διαπότισες με την αγιοφανή μυρωδιά σου που έτριβα πάνω μου κάθε βράδυ που δεν ήσουν εκεί, να θυμάμαι, να σε θυμάμαι, με την βρώμα σου με σάπισες, με γάμησες, με ξέσκισες και γω καθόμουν σαν κότα, ακίνητη, παγωμένη, ψυχρή, ακίνητη, παγωμένη, ψυχρή, ακίνητη, παγωμένη, ψυχρή, και με έπνιξες πριν καν μάθω τι ήμουν. Μου είπες τι είμαι, με ψόφησες, με σάπισες, με ξανάχτισες όπως ήθελες και μετά έφυγες και με άφησες να αναρωτιέμαι τι είμαι, πως φτιάχνομαι, πως γίνομαι ξανά άνθρωπος, πως γίνομαι καλός άνθρωπος, πως βρίσκω την ταυτότητά μου χωρίς καν να συνειδητοποιώ πως δεν ήμουν πια άνθρωπος, χωρίς να καταλαβαίνω πως πρέπει να με τρακάρω, χωρίς καν να ξέρω πως πρέπει να βρω την ταυτότητά μου και τώρα μου έκανες κακό γιατί ήξερες τι ήμουν, του έριξες χημικά, το μετάλλαξες, το μεγάλωσες αφύσικα, του έδωσες χρωστική για να το τρως όλες τις εποχές, του έδωσες στεροειδή αποκόβοντάς το από κάθετί φυσικό (αλήθεια, δεν θα σε βόλευε να σαπίσω -σκέψου όμως πως θα σε βόλευε) και το άφησες γυαλιστερό, σχεδόν πλαστικό να σαπίζει άσχημα μετά, αφύσικα΄, να σαπίζει ΑΡΓΑ, δεν έπρεπε έτσι να σαπίσω, όχι, δεν έπρεπε να σαπίσω αργά, με ξέσκισες και μετά έφυγες και είπες σε όλους πως βαρέθηκες να σου χαλούν τα μεταλλαγμένα τον οργανισμό και με ξέσκισες και είπες με θράσσος πως δεν τρως μεταλλαγμένα. Στο μεγαλείο της μετριότητας, σε όλους αυτούς που δεν ήταν εμείς, στο μεγαλείο της μετριότητας, σε αυτούς έξω από εμάς, τους μεταλλαγμένους, τις τεχνητές και φυσικές τελειότητες, σε όλους τους μέτριους πήγες και είπες βαρέθηκα την μεταλλαγμένη και εγώ ο φυσικός, εγώ ο φυσικό βαρέθηκα την μεταλλαγμένη, στο μεγαλείο της μετριότητας, στην παχύσαρκη ζωή των άλλων πήγες και είπες βαρέθηκα την μεταλλαγμένη, για αυτό έφυγα, όχι γιατί με βαρέθηκε αυτή για κάποιον, όσο πιο μεταλλαγμένος κι αν ήταν από μένα. Σε πείραξε. Επειδή αυτός άνηκε στο μεγαλείο της μετριότητας. Έστω και για μία στιγμή... Ήμουν 16. Θα έπρεπε να ξέρεις καλύτερα. Τώρα με σάπισες, με ξέσκισες. Μα πάνω από όλα Σάπισες τον εαυτό σου Και συνεχίζεις να σαπίζεις Στην Αγιοφανή Μυρωδιά Σου *έχει βρίσιμο. **τάση στην σύγχρονη δραματολογία. Μπράβο μου. Άλλο ένα μεταλλαγμένο τερατούργημά μου, ιδού. Το Μεγαλείο.