Σάββατο 25 Ιανουαρίου 2014

Τριγυρνώ γυμνή στο δωμάτιό μου. Αλλάζω ρούχα στο παράθυρο. Ποιος θα με δει; Μένω στο τέλος του κόσμου.
Χτενίζω τα φρεσκολουσμένα μαλλιά μου σε απόλυτη σιωπή. Μαζεμένα πίσω, πρακτικά και απλά.
Βάζω τα αντισηπτικά μου μεθοδικά. Δεν θα ήθελες να σαπίσει το πρόσωπό σου και να γεμίσεις σκουλήκια, σκέφτομαι. Σκάω μισό χαμόγελο στον καθρέφτη· μόνο αυτός θα τη δει.
Πίνω το κρασί μου με απόλυτη ακρίβεια στις γουλιές μου. Δεν λερώνομαι. Δεν με έσπρωξε κανείς άλλωστε για να μου φύγει, ούτε το έχω τσουγκρίσει με κάποιον. Αφήνω το ποτήρι ακριβώς εκεί από όπου το σήκωσα. Το κουνάω από εδώ ένα εκατοστό, το πάω από εκεί. Χωρίς να έχω κάτι στο μυαλό μου. Λες και περιμένω να δω αν θα γίνει κάτι. Τρώω τα συνοδευτικά, κι ας έχω μόλις φάει. Κρατώ τα χέρια μου καθαρά. Περιεργάζομαι ήρεμα το περιβάλλον μου. Τα φώτα, τη διακόσμηση, το κάθε κομμάτι μουσικής είναι πιθανή ανάρτηση που δεν θα γράψω. Το τάημινγκ είναι μια άθλια κατασκευή, αλήθεια.
Ακούω μουσική χωρίς στίχους, πολύς κόπος να σκέφτομαι κι όταν ηρεμώ. Φοβάμαι μην ξυπνήσω κι έχω αργήσει. Παρατηρώ γύρω μου κόσμο να ερωτεύεται, κόσμο να χωρίζει, κόσμο να τσακώνεται πρωτοχρονιά όπως δεν έχει τσακωθεί ποτέ, να φιλιέται σαν να μην υπάρχει αύριο. Δεν τους αδικώ. Κουράστηκα να τους μισώ. Τώρα απλά τους ζηλεύω και τους ποθώ.
Περπατώ στο πεζοδρόμιο σε αργή κίνηση ενώ όλα γύρω μου κινούνται, συμβαίνουν. Τίποτα δεν μου αρέσει. Τίποτα που να μην μου είναι ξένο, ή καταστραμένο, ή παρμένο. Μόλις μάθω το πρώτο, φτιάξω το δεύτερο και βαρεθώ το τρίτο παραμένω μόνη.
Ερωτεύομαι κάτι άμορφο, που παίρνει πρόσωπο στην ικανότητα ενός καλού ηθοποιού, στις λέξεις ενός βιβλίου ή σε ένα βλέμμα που κάποιος ρίχνει χωρίς να έχει την παραμικρή ιδέα πόσα εκθέτει για να δω.
Και γυρνάω σπίτι, και δεν έχω κανέναν να του πω τα βλέμματα που είδα σήμερα, το κρασί που ήπια, τη μουσική που άκουσα, την παράσταση που είδα. Δεν έχω κανέναν, να δω το χαμόγελό του όταν θα του τα διηγούμαι. Περαστικοί και περιστασιακοί, τίποτα παραπάνω. Στοργή. Relying on the kindness of strangers, που ποτέ δεν θα γίνουν τίποτα παραπάνω.
Ουρλιάζω καλή χρονιά όταν πάει δώδεκα έξω στη βεράντα μου. Δεν ξέρω αν με ακούει κανείς, αν κάπου, κάποιος ούρλιαξε και αυτός καλή χρονιά στον αέρα, ελπίζοντας η ευχή του να πιάσει τόπο.
Βλέπω τα πυροτεχνήματα. Ανοίγω μια σαμπάνια. Βγαίνω στις τέσσερις για σούπα.

Πες μου. Νιώθεις και συ έτσι ή είμαι και σε αυτό απολύτως, δίχως περιθώριο, μη αντιστρέψιμα, ολοκληρωτικά μόνη;


I wanna wake up in a city that never sleeps and find I'm king of the hill...