Σάββατο 11 Μαΐου 2013

Of Circumstance.

I remember you telling me how no one is beyond saving, I recall laughing with your optimism, your idealism, the better life, the goodness in me. I was a cynic back then, hardly able to value the beauty of a simple, small act of goodwill to its full extent. Things were so easy back then. Three years later I am double than what I was and I apreciate far too many things to their full extent for my sake. And now I recall myself saying that no one is beyond salvation, or unworthy, or evil, but then I find myself so wanton... and vain. And in those moments, I keep telling myself that we must not choose self-absorption over solidarity and fellowship, that even if we are born and die alone, life is what matters, the inbetween, the action, the moments that infinity alone characterises them and infinity will be their fate. 

 But in the end, after every self-forced act of mutuality and goodwill (so that no one ever even glimpse upon the wretchedness of what is "I"), or the failed attempts we make to communicate, it is oneself that makes all the important decisions in one's life. It is alone that an individual must carry out the most difficult of challenges in one's life, and alone to live with the consequences of one's choices and actions. And that we must bear that is extremely difficult and heavy, heavier than our ego, our wantoness or our vanity. And in the end, it makes no matter. It is a circle, and you are forced by circumstance to experience it. You might as well apreciate it, to its full extent.

Τετάρτη 8 Μαΐου 2013

On the concept of death.

Δεν έχω χάσει ποτέ κανέναν από θάνατο. Not anyone that I remember of, at least. Έχω χάσει κόσμο από κακό timing, χωρισμούς, διαφορετικά μονοπάτια, διαζύγιο γονέων, μετακομίσεις, αλλά ποτέ από θάνατο. Την μία προγιαγιά που γνώρισα, την θυμάμαι από ελάχιστα εως καθόλου. Δεν θυμάμαι πώς την ένιωθα σαν παρουσία, σαν πρόσωπο. Ήμουν τόσο μικρή που όταν πήγαμε να επισκεφτούμε τον τάφο της (δεν ήμουν αρκετά μεγάλη για να πάω στην κηδεία) εγώ πραγματικά δεν μπορούσα να αντιληφθώ το όλο κόνσεπτ του θανάτου. Απλά μου φάνηκε πως αν την ξέσκαβα από εκεί θα την έβλεπα. Δεν μου έλειπε, απλά μου είχε φανεί λάθος το να θάβουμε τους ανθρώπους κάτω από τη γη σε κουτιά. Ήθελα να δω σε τι κατάσταση ήταν. Άρχισα να σκάβω λοιπόν. Δεν λέρωσα το φόρεμά μου, δεν θα ήθελα να με μαλώσει η μητέρα μου. Μόνο τα χέρια μου και τα γόνατά μου. Οι γονείς μου δεν με σταμάτησαν όταν τους είπα πως την ξεσκάβω. Δεν μπορώ να θυμηθώ γιατί. Μάλλον θα περίμεναν να μην φτάσω ούτε στο ένα τέταρτο.Ούτε θυμάμαι όταν φύγαμε αν έβαλαν πίσω το χώμα που έβγαλα. Στάνταρ όμως είχα φτάσει το μισό μέτρο. Τέλος πάντων, πραγματικά δεν μπορώ να θυμηθώ τις ακριβείς μου αντιδράσεις, τα γιατί μου, τα τι και πως. Απλά υπέθεσα πως μόλις βρεθείς κάτω από το χώμα, δεν ξανανεβαίνεις. Λες και η κατάσταση της ταφής ήταν αυτή που έκανε τον θάνατο... τελεσίδικο. Λες και ήταν κάτι που θα μπορούσε να αλλάξει αν δεν ήταν θαμμένη. Φταίγανε οι ταινίες μάλλον, πρέπει να με είχαν κάνει να νομίζω πως αν δεν ήταν κάποιος θαμμένος, μπορούσες να το αλλάξεις αυτό. Αφελές, αλλά ποτέ δεν είχα βιώσει οποιαδήποτε έστω απεικόνιση θανάτου, πριν από αυτό. Ένας πίνακας απλά σου δείχνει την ακινησία, το τελεσίδικο που δεν μπορείς να αντιληφθείς μέχρι να το βιώσεις.

 Δεν έκλαψα, δεν ένιωσα άσχημα. Το ίδιο μου συμβαίνει και τώρα. Δεν το έχω πει σε κανέναν, ίσως δεν βρήκα την ανάγκη να το πω, ίσως δεν βρήκα το σωστό άτομο, ίσως πράγματι να μην έχω άτομα γύρω μου, αλλά ο παππούς μου μέσα σε διάστημα έξι μηνών πέρασε ένα εγκεφαλικό και δύο καρδιακά. Ο δικός μου ο παππούς, που κάθε χρόνο φτιάχνει το δικό του τσίπουρο, μαζεύει τις δικές του ελιές και ολωνών μας, φτιάχνει το δικό του λάδι, το δικό του τουρσί, το δικό του κρασί, τις δικές του ντομάτες, αγγούρια, κολοκυθάκια, κολοκύθες, σπανάκι και τόσα άλλα. Που κάθε χρόνο μαζεύει τα χόρτα για να τα κάψει, που κάθε Πάσχα ψήνει το αρνί στη σούβλα και που κάθε Πρωτοχρονιά φτιάχνει με την γιαγιά μου τρεις κρεατόπιτες μεγαλύτερες σε μέγεθος από το 14μηνο δισέγγονό του. Ο δικός μου ο παππούς, που έπαθε το δεύτερο καρδιακό του χωρίς να το αντιληφθεί πως ήταν η καρδιά του, ενώ μάζευε ελιές. Ο παππούς μου, που πάνω από όλα σιχαίνεται την απραξία. Εργολάβος, τεχνίτης πάσης φύσεως, αγρότης και οικογενειάρχης, από τους μεγαλύτερους, σημαντικότερους και πιο αγαπητούς ανθρώπους της κοινότητας του χωριού μας. Και να τον φάει η καρδιά του ή το κεφάλι του. Που και τα δύο τα έχει μεγάλα. Πήγα και τον είδα 4 μήνες πριν όταν έπαθε το καρδιακό του, στην εντατική. Μιζέρια. Ναι, δεν μιλάει πολύ ο παππούς μου γενικώς, αλλά ήξερα πως αυτό ήταν διαφορετικό. Ήταν η απραξία που τον μιζέριαζε. Δεν μπορούσε να σηκώσει τα χέρια του, να τα φέρει πίσω από το κεφάλι του και να μην το καταγράψει το μηχάνημα. Την πρώτη μέρα τον βρήκαν να περπατάει χωρίς τα μηχανήματά του, μόνο με τον ορό, χωρίς άδεια και τον ξαναβάλαν στην θέση του.
Ο ένας την καρδιά του, ο άλλος το έντερό του, η άλλη με την ηπατίτιδα στο στομάχι που την έπιασε από μολυσμένο εργαλείο εγχείρησης. Με πιάνω να θυμώνω μερικές φορές αλλά ξέροντας πως δεν γίνεται τίποτα, μου περνάει.

Δεν ξέρω που με οδηγεί αυτή η ανάρτηση. Αλλού πίστευα πως θα καταλήξω, και πάλι αλλού κατέληξα. Αυτός ο αιώνας είναι πολύ περίπλοκος για μένα. Δεν θα έπρεπε να μας βάζουν να γαμιόμαστε για τέτοια θέματα.
Ένα δάσος... ναι, ένα δάσος είναι καλύτερο. Έτσι κι αλλιώς πάλι εκεί βρέθηκα.




Stopping By Woods on a Snowy Evening
Whose woods these are I think I know.
His house is in the village though;
He will not see me stopping here
To watch his woods fill up with snow.


My little horse must think it queer

To stop without a farmhouse near

Between the woods and frozen lake

The darkest evening of the year.



He gives his harness bells a shake

To ask if there is some mistake.

The only other sound's the sweep

Of easy wind and downy flake.



The woods are lovely, dark and deep.

But I have promises to keep,

And miles to go before I sleep,

And miles to go before I sleep.

Robert Frost
New Hampshire
1923








Make my heart a better place.