Δεν έκλαψα, δεν ένιωσα άσχημα. Το ίδιο μου συμβαίνει και τώρα. Δεν το έχω πει σε κανέναν, ίσως δεν βρήκα την ανάγκη να το πω, ίσως δεν βρήκα το σωστό άτομο, ίσως πράγματι να μην έχω άτομα γύρω μου, αλλά ο παππούς μου μέσα σε διάστημα έξι μηνών πέρασε ένα εγκεφαλικό και δύο καρδιακά. Ο δικός μου ο παππούς, που κάθε χρόνο φτιάχνει το δικό του τσίπουρο, μαζεύει τις δικές του ελιές και ολωνών μας, φτιάχνει το δικό του λάδι, το δικό του τουρσί, το δικό του κρασί, τις δικές του ντομάτες, αγγούρια, κολοκυθάκια, κολοκύθες, σπανάκι και τόσα άλλα. Που κάθε χρόνο μαζεύει τα χόρτα για να τα κάψει, που κάθε Πάσχα ψήνει το αρνί στη σούβλα και που κάθε Πρωτοχρονιά φτιάχνει με την γιαγιά μου τρεις κρεατόπιτες μεγαλύτερες σε μέγεθος από το 14μηνο δισέγγονό του. Ο δικός μου ο παππούς, που έπαθε το δεύτερο καρδιακό του χωρίς να το αντιληφθεί πως ήταν η καρδιά του, ενώ μάζευε ελιές. Ο παππούς μου, που πάνω από όλα σιχαίνεται την απραξία. Εργολάβος, τεχνίτης πάσης φύσεως, αγρότης και οικογενειάρχης, από τους μεγαλύτερους, σημαντικότερους και πιο αγαπητούς ανθρώπους της κοινότητας του χωριού μας. Και να τον φάει η καρδιά του ή το κεφάλι του. Που και τα δύο τα έχει μεγάλα. Πήγα και τον είδα 4 μήνες πριν όταν έπαθε το καρδιακό του, στην εντατική. Μιζέρια. Ναι, δεν μιλάει πολύ ο παππούς μου γενικώς, αλλά ήξερα πως αυτό ήταν διαφορετικό. Ήταν η απραξία που τον μιζέριαζε. Δεν μπορούσε να σηκώσει τα χέρια του, να τα φέρει πίσω από το κεφάλι του και να μην το καταγράψει το μηχάνημα. Την πρώτη μέρα τον βρήκαν να περπατάει χωρίς τα μηχανήματά του, μόνο με τον ορό, χωρίς άδεια και τον ξαναβάλαν στην θέση του.
Ο ένας την καρδιά του, ο άλλος το έντερό του, η άλλη με την ηπατίτιδα στο στομάχι που την έπιασε από μολυσμένο εργαλείο εγχείρησης. Με πιάνω να θυμώνω μερικές φορές αλλά ξέροντας πως δεν γίνεται τίποτα, μου περνάει.
Δεν ξέρω που με οδηγεί αυτή η ανάρτηση. Αλλού πίστευα πως θα καταλήξω, και πάλι αλλού κατέληξα. Αυτός ο αιώνας είναι πολύ περίπλοκος για μένα. Δεν θα έπρεπε να μας βάζουν να γαμιόμαστε για τέτοια θέματα.
Ένα δάσος... ναι, ένα δάσος είναι καλύτερο. Έτσι κι αλλιώς πάλι εκεί βρέθηκα.
Stopping By Woods on a Snowy Evening
Whose woods these are I think I know.
His house is in the village though;
He will not see me stopping here
To watch his woods fill up with snow.
My little horse must think it queer
To stop without a farmhouse near
Between the woods and frozen lake
The darkest evening of the year.
He gives his harness bells a shake
To ask if there is some mistake.
The only other sound's the sweep
Of easy wind and downy flake.
The woods are lovely, dark and deep.
But I have promises to keep,
And miles to go before I sleep,
And miles to go before I sleep.
Robert Frost
New Hampshire
1923
Make my heart a better place.
1923
Make my heart a better place.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου