Μία από τις πάμπολλες συγγραφικές μου απόπειρες για τα σκουπίδια γιατί ξέρω πως να αρχίζω μία ιστορία αλλά όχι πως να την τελειώνω :Ρ Ας ξεκινήσουμε με το πρώτο -και μοναδικό- κεφάλαιο που έχω γράψει για αυτήν εδώ. Μην εκπλαγείτε αν δεν δείτε συνέχεια :Ρ Εμπνευσμένη από την
Creepy Dreamer και την εκπληκτική της ιστορία
Aoi Hana, που σημαίνει μπλε λουλούδι. Ο δικός μου τίτλος σημαίνει πράσινο λουλούδι. Μιλάμε η πρωτοτυπία σκίζει. :Ρ
Λάθη θα υπάρχουν, οπότε όχι πέτρες, όχι ντομάτες.-
And if I only could,
I'd make a deal with God,
And I'd get him to swap our places,
Be running up that road,
Be running up that hill,
Be running up that building.
Say, If I only could, oh...
-Kate Bush
Κεφάλαιο Πρώτο
«Αριάδνη ξύπνα, δεν είμαστε στους κοιτώνες μας».
Η Σελέστ σκούντηξε την Αριάδνη η οποία έπεσε άδοξα από τον καναπέ από τον οποίο κοιμόντουσαν τα δύο κορίτσια.
«Τι στο..» ξεκίνησε να πει η Αριάδνη, αλλά διακόπηκε από μία άλλη φωνή.
«Ελπίζω να έχετε καλή δικαιολογία για το γιατί βρίσκεστε τόσο μακριά από τα κρεβάτια σας. Ίσως πάλι θα έπρεπε να ρωτήσω αν γυρίσατε καν στους κοιτώνες σας χτες το βράδυ» παρατήρησε εύστοχα η Μακ Γκόναγκαλ.
Τα δύο κορίτσια σηκώθηκαν βιαστικά μπροστά στην καθηγήτρια. Ο ήλιος φώτιζε τα χαρακτηριστικά της, ωστόσο δεν έκανε την έκφρασή της πιο ευχάριστη.
«Συγχωρέστε μας, απλώς…»
«Περνούσατε πολύ καλά;» διέκοψε η Μακ Γκόναγκαλ την Σελέστ.
«Δεν φταίει η Σελέστ, κυρία» πήρε το λόγο η Αριάδνη. «Ήμασταν στο καλωσοριστικό πάρτι του καθηγητή Σλάγκχορν…»
«Αυτό» διέκοψε η υποδιευθύντρια, «είναι προφανές».
Η Αριάδνη έστρωσε καλύτερα την φούστα του φορέματός της. «Εγώ πίεσα την Σελέστ να μείνουμε περισσότερο, ώσπου τελικά φύγαμε αλλά δεν γυρίσαμε στους κοιτώνες μας.»
Η Μακ Γκόναγκαλ είχε ένα ύφος που έλεγε πως αν ήταν στο χέρι της θα είχε σιγουρευτεί πως δεν θα έβλεπαν το φως του ήλιου για την υπόλοιπη σχολική χρονιά.
«Και αποφασίσατε πως το να κοιμηθείτε εκτός κοιτώνα με φορέματα είναι πιο ενδιαφέρον;» Ύστερα απευθύνθηκε στην Σελέστ. «Δεσποινίς Θορν, σας καθιστώ αρκετά υπεύθυνη και νηφάλια ώστε να πάρετε αμέσως τον δρόμο για το γραφείο του καθηγητή Φλίτγουικ. Δώστε του αυτό» είπε και βγάζοντας το ραβδί της παρουσίασε μία περγαμηνή με μία κοφτή κίνηση. Η Σελέστ πήρε την περγαμηνή ενώ η καθηγήτρια γύρισε προς το μέρος της Αριάδνης. «Στο μεταξύ, δεσποινίς Μπλανς, θα σας συνοδέψω στον υπεύθυνο του δικού σας κοιτώνα.» είπε και έκανε στροφή, παίρνοντας τον δρόμο για την μαρμάρινη σκάλα.
«Τα λέμε αργότερα» είπε η Αριάδνη στην Σελέστ και βιάστηκε να ακολουθήσει την καθηγήτρια.
Φτάνοντας στο τέλος του διαδρόμου, η Μακ Γκόναγκαλ έστριψε αριστερά και άρχισε να κατεβαίνει τη μαρμάρινη σκάλα, με την Αριάδνη από πίσω της. Ύστερα έστριψε δεξιά, παίρνοντας τον δρόμο για τα μπουντρούμια. Συνεχίζοντας τον δρόμο τους, η Αριάδνη πρόσεξε πως το κάστρο είχε αρχίσει να ξυπνά. Μαθητές τριγύριζαν ήδη στα μπουντρούμια, ξεκινώντας για την μεγάλη τραπεζαρία. Ένα ψηλό αγόρι με σκούρα μαλλιά και εξίσου σκούρα μάτια περπάτησε προς την είσοδο, φτάνοντας την Μακ Γκόναγκαλ και την Αριάδνη. Έριξε στην δεύτερη ένα έκπληκτο βλέμμα, που ωστόσο υποδήλωνε διασκέδαση με την κατάσταση. Η Αριάδνη συνάντησε στιγμιαία τα μάτια του, κουνώντας βαριεστημένα το χέρι της και συνέχισε τον δρόμο της με την Μακ Γκόναγκαλ μπροστά της.
Φτάνοντας τον προορισμό τους, η καθηγήτρια χτύπησε την πόρτα ενός γραφείου. Σύντομα ο ένοικος εμφανίστηκε με ένα γνωστό απαθές βλέμμα.
«Παρακαλώ, Μινέρβα; Σκόπευα να πάω στην τραπεζαρία.»
«Σέβερους» ξεκίνησε η Μακ Γκόναγκαλ, «η δεσποινίς Μπλανς από εδώ αποφάσισε πως το να τριγυρνά κανείς τη νύχτα και να κοιμάται εκτός κοιτώνα με επιμελήτριες άλλων κοιτώνων θεωρείται εντός κανονισμών.»
Ο Σνέιπ δεν έδειχνε να έχει προσέξει την μαθήτρια μέχρι που αναφέρθηκε. Έστρεψε τα μάτια του στην Αριάδνη καθώς τα μάτια του έγιναν χάντρες από την αυταρέσκεια.
«Μπα, τι βλέπω εδώ;» είπε, δείχνοντας με το χέρι του την εξευτελιστική εμφάνιση της Αριάδνης. Κοντό μαύρο φόρεμα, μουντζουρωμένα μελί μάτια και σκούρα μελί μαλλιά που είχαν βγει από την εποχή των σπηλαίων. Η Αριάδνη προσπάθησε να τα στρώσει αλλά ήταν αδύνατο με το αριστερό χέρι ΄ στο δεξί κρατούσε ένα μάτσο λουριά με τακούνια. «20 βαθμοί για την απρεπή εμφάνιση» είπε ο Σνέιπ. «Και άλλους δέκα επειδή είσαι επιμελήτρια.»
«Μα, κύριε καθηγητά…»
«Σιωπή! Μέσα γρήγορα» είπε, και έτεινε προς την πόρτα.
Η Αριάδνη μπήκε με βαριά βήματα και κάθισε σε μία καρέκλα απέναντι από το γραφείο.
«Ευχαριστώ, καθηγήτρια Μακ Γκόναγκαλ» τον άκουσε να λέει. «Θα σας δω στην τραπεζαρία.»
Αμέσως μετά έκλεισε ήρεμα την πόρτα, μα η Αριάδνη ήξερε καλύτερα. Ο Σνέιπ γύρισε με οργισμένα βήματα στο γραφείο του και κάθισε. Το πρόσωπό του έλαμπε από θυμό.
«Τι σκεφτόσουν; Πως έκανες τέτοια ανώριμη πράξη; Αν ήμουν διευθυντής θα σε είχα αποβάλλει εδώ και τώρα.»
«Κύριε, ήμουν θύμα ραδιουργίας» δήλωσε σοβαρά η Αριάδνη.
«Μπα; Πως κι έτσι; Κανείς έχωσε ουίσκι της φωτιάς με το ζόρι στον λαιμό σου.»
«Μα, ελάτε τώρα, πάρτι ήταν…» έκανε κουρασμένη η κοπέλα.
«Τέλος. Δεν υπάρχει κάτι άλλο να συζητήσουμε. Απορώ ώρες ώρες με την επιλογή του διευθυντή να σε διορίσει επιμελήτρια. Θα πάρεις τιμωρία με τον επιστάτη μας. Μαθαίνω πως χρειάζεται αρκετή βοήθεια καθαρίζοντας την ακαταστασία του χτεσινού πάρτι» είπε και έγραψε τρεις αράδες σε μία περγαμηνή, σφραγίζοντάς την. «Θα πας αυτό στον κο. Φίλτς, ύστερα για πρωινό και μετά γραμμή στον λουτρό των επιμελητών. Ευτυχώς για σένα που είναι Σάββατο.»
Βρήκε τον Φίλτς στον δρόμο για την τραπεζαρία. Προσπερνώντας τα υπόλοιπα τραπέζια, έφτασε σε αυτό του Χάφλπαφλ και κάθισε απέναντι από το αγόρι με τα σκουρόχρωμα μαλλιά. Εκείνος την κοίταξε πάλι με ένα διασκεδαστικό, ωστόσο συγκρατημένο ύφος.
«Καφέ» ζήτησε η Αριάδνη λακωνικά.
Εκείνος, απάντησε, χωρίς να σταματήσει να χαμογελά. «Πως τον θες;»
«Μαύρο. Σαν την ψυχή μου.»
Το αγόρι συνέχισε να μιλά ενώ έβαζε καφέ σε ένα φλιτζάνι. «Καταλαβαίνεις πως δεν βρίσκεσαι στο τραπέζι σου, έτσι;»
«Είμαι επιμελήτρια, μπορώ να κάνω ό, τι γουστάρω» απάντησε με έναν αέρα η Αριάδνη.
«Αλήθεια; Τι τιμωρία σου βάλανε;» ρώτησε ευγενικά το αγόρι.
Η Αριάδνη κατσούφιασε. «Να καθαρίσω ό, τι απέμεινε από το χτεσινό πάρτι.»
«Δίκαιο ακούγεται» σχολίασε το αγόρι, προσφέροντας το φλιτζάνι στην κοπέλα.
«Όχι, άδικο είναι που εσύ φαίνεσαι καλά σήμερα το πρωί. Πως και δεν έχεις πάθει κίρρωση του ήπατος ακόμα;» είπε η Αριάδνη, πίνοντας μία μεγάλη γουλιά από τον καφέ της.
«Επειδή δεν ήπια ούτε το ένα τρίτο όσων ήπιες εσύ και η Σελέστ ξεχωριστά. Αυτό, και ότι έφυγα νωρίτερα.»
«Μάλιστα» ήπιε, κατεβάζοντας ό, τι απέμεινε από το φλιτζάνι της και σηκώθηκε.
«Φεύγεις κιόλας;» ρώτησε τάχα απογοητευμένο το αγόρι.
«Πρέπει να κάνω έλεγχο ζημιάς, Κρίστιαν. Είδες την Σελέστ, επί τη ευκαιρία;»
«Ήρθε, έφαγε και έφυγε μέσα σε τρία λεπτά» απάντησε ο Κρίστιαν. «Υπάρχει κάτι που θα ‘πρεπε να ξέρω;»
«Μας πήρε ο ύπνος σε έναν καναπέ στον τέταρτο όροφο. Κοίτα, πρέπει να φύγω, έχω να κάνω μπάνιο, να αλλάξω ρούχα και να πάω αμέσως στην τιμωρία μου. Θα σε δω στο μεσημεριανό;» ρώτησε.
«Ίσως και νωρίτερα, αν έχεις τελειώσει με την τιμωρία σου. Έι, περίμενε» είπε ο Κρίστιαν όταν η Αριάδνη έκανε να φύγει. «Πάρε δυο τοστ πριν φύγεις.»
Η κοπέλα έκανε δυο βήματα, τεντώθηκε να φτάσει τα τοστ και αφού ευχαρίστησε το αγόρι, έφυγε βιαστικά για το λουτρό των επιμελητών προτού την δει όλο το σχολείο με αυτή την εμφάνιση. Μερικοί πρόλαβαν και της έριξαν δεύτερο βλέμμα πριν φτάσει την μαρμάρινη σκάλα.
Φτάνοντας στον πέμπτο όροφο, στάθηκε μπροστά στην πόρτα των λουτρών, ψιθύρισε το σύνθημα και μπήκε μέσα κλείνοντας γρήγορα την πόρτα πίσω της. Η Σελέστ ήταν μέσα.
«Δόξα τω Θεώ» είπε η Αριάδνη.
«Χάλια ξύπνημα σήμερα. Τι έγινε στου Φλίτγουικ;» ρώτησε καθώς βυθιζόταν στο χρωματισμένο νερό του λουτρού, δημιουργώντας φυσαλίδες.
Η Σελέστ δεν έδειχνε σε καλύτερη κατάσταση από την Αριάδνη. «Τη γλύτωσα με γραπτή τιμωρία. Πρέπει να γράψω διακόσιες φορές τις Τρεις Προϋποθέσεις Ξορκιών Ευθυμίας.»
«Βαρετό, θα προτιμούσα απλά να γράψω ‘Δεν θα ξανακοιμηθώ έξω από τον κοιτώνα μου με την Αριάδνη Μπλανς’. Πολύ πιο ενδιαφέρον.»
Η Σελέστ χαμογέλασε κουρασμένα. «Εσένα τι σου έβαλαν;»
«Να μαζέψω το χάλι του χτεσινού πάρτι.»
«Σε λυπάμαι, αγαπητή μου. Προτιμώ την δική μου τιμωρία.» είπε η Σελέστ.
«Μιλάμε είμαστε και πολύ πρώτες επιμελήτριες. Θέτουμε το σωστό παράδειγμα.» είπε η Αριάδνη.
«Τι να σου πω, είμαστε καταπληκτικές. Πρώτη βδομάδα και είμαστε ήδη τιμωρία. Πως μας κάνανε επιμελήτριες;» αναρωτήθηκε η Σελέστ.
«Μας κάνανε επειδή είμαστε πανέξυπνες και διαβαστερές και σώσαμε τον κόσμο από την καταστροφή.»
«Το να σβήνεις την φωτιά που άναψε κατά λάθος ο Γιούαν Μακ Μάβυ στο τρίτο έτος δεν μετρά ούτε με το ζόρι.»
«Για σε παρακαλώ» είπε με προσποιητή προσβολή η Αριάδνη. «Θα έπρεπε να πάρουμε βραβείο για αυτό.»
«Ωχ αμάν, πρέπει να πηγαίνω» είπε ξαφνικά η Σελέστ και άρχισε να βγαίνει από την μπανιέρα στάζοντας.
«Γιατί;» ρώτησε η Αριάδνη.
«Πρέπει να κάνω την τιμωρία μου.»
«Τώρα;»
«Ναι» απάντησε η Σελέστ καθώς ντυνόταν βιαστικά. «Τα λέμε το μεσημέρι, ναι;»
«Ναι, τα λέμε» απάντησε η Αριάδνη τη στιγμή που η Σελέστ έκλεινε την πόρτα πίσω της.
Την στιγμή εκείνη δυνατός πόνος διαπέρασε το σώμα της, χιλιάδες μικροσκοπικά τρυπήματα και ένα κρύο ρίγος που ερχόταν και έφευγε. Εικόνες έρχονταν βίαια στην όρασή της και εξαφανίζονταν το ίδιο γρήγορα. Ανταριασμένος ουρανός, γεμάτος σύννεφα. Ένας άλλοτε όμορφος κήπος, ο παλιός οίκος των Μπλανς...
Όλα ήταν σκοτεινά. Μία ψηλή, λεπτή φιγούρα τυλιγμένη στα μαύρα χτύπησε την πόρτα των Μπλανς τρεις φορές. Λίγο αργότερα η πόρτα άνοιξε και από πίσω της εμφανίστηκε ένας εξίσου μαυροντυμένος άντρας. Αν και τα μαλλιά του ήταν ολόλευκα, σχεδόν ιριδίζοντα, το πρόσωπό του δεν πρόδιδε ηλικία μεγαλύτερη των εξήντα. Χωρίς λόγια, ο άντρας παραμέρισε και άφησε την γυναίκα να περάσει. Εκείνη, αφού μπήκε μέσα, κατέβασε αργά την κουκούλα της, αποκαλύπτοντας μία κατάξανθη χαίτη, λεπτά χαρακτηριστικά και σκούρα μελένια μάτια.
«Πατέρα» χαιρέτησε η γυναίκα, «είναι καιρός. Η μικρή έχει ήδη αρχίσει να χτίζει τη δύναμή της. Είναι χαρισματική.»
«Δεν διαφωνώ καθόλου μαζί σου αγαπητή μου Ιρίς. Αυτό που με απασχολεί είναι το πώς θα χρησιμοποιήσουμε την νεαρή χωρίς να το μάθουν ο Λεωνίδας και η Ελλαδώρα. Δεν πρέπει να κινήσουμε υποψίες.»
«Ασφαλώς, απλά πιστεύω πως η στιγμή έχει φτάσει. Νιώθω την δύναμή της, μεγαλώνει και η μικρή δεν το έχει πάρει χαμπάρι. Νομίζω πως πρέπει να βιαστούμε.»
«Υπομονή, Ιρίς. Η βιασύνη ποτέ δεν ωφέλησε κανένα. Θα το σκεφτώ…» είπε ο άντρας καθώς η εικόνα διαλυόταν.Σπασμοί τράνταζαν την Αριάδνη ώσπου δεν έμεινε τίποτα, καμία εικόνα, κανένα ρίγος, καθόλου πόνος. Η Αριάδνη βυθιζόταν στο λουτρό και ούτε η Ιρίς, ούτε η Σελέστ, ούτε ο άντρας στο σπίτι μπορούσαν να την σώσουν.