Παρασκευή 23 Σεπτεμβρίου 2011

Πως;

Πώς;

Πώς μπορείτε να λέτε πως ο κόσμος είναι μόνο μαύρο κι άσπρο;

Πως μπορείτε να λέτε εσείς οι δήθεν ανοιχτόμυαλοι πως υπάρχει και το γκρι;


Κάθομαι εδώ και μισή ώρα μετά από την συνειδητοποίησή μου αυτή, του πόσο γελοίο είναι να πιστεύεις κάτι τέτοιο, και ακόμα γελώ!


Άκους εκεί γκρι...










Ο κόσμος είναι γεμάτος χρώματα.











Πέμπτη 22 Σεπτεμβρίου 2011

Εντυπώσεις από τις εξετάσεις :)

Κατά τις 4 έδωσα για πρώτη φορά εξετάσεις στο Κρατικό Θεσσαλονίκης. Δεν το γράφω με ολόκληρη την ονομασία του γιατί δεν θέλω να φαίνεται σε μηχανές αναζήτησης.

Η επιτροπή μου φάνηκε ευγενική στην αρχή, κάπως... απαθής από την άλλη, καθώς προχωρούσε η εξέτασή μου. Ξεκίνησα με το δυνατό μου χαρτί, την πρώτη παράγραφο από το Υπόγειο του Ντοστογιέφσκι, είπα το ποίημα και τέλος το κλασσικό μου κομμάτι.

Είχα τρομερό άγχος, κάτι το οποίο από την μία καλυτέρεψε κάποια σημεία μου, ενώ χειροτέρεψε άλλα. Όπως και να χει, δεν νομίζω να περάσω.

Τα άλλα παιδιά ήταν σχετικά οκ... είχαμε καναδυό ψώνια να πω την αλήθεια, αλλά δεν στάθηκα και πολύ εκεί.

Δεν έχω πολλά να πω, αλήθεια. Θα κλείσω εδώ, παραθέτοντας το απόσπασμα που προανέφερα.


"Είμαι άρρωστος... είμαι κακός. Δεν είμαι καθόλου ευχάριστος. Νομίζω πως έχω μια αρρώστια του ήπατος. Μα δεν καταλαβαίνω τίποτα και δεν ξέρω που ακριβώς υποφέρω. Αν και εκτιμώ πολύ τους γιατρούς και την ιατρική, δεν πάω να με κοιτάξουν, και δεν πήγα ποτέ γιατί είμαι φοβερά προληπτικός, ή τουλάχιστον τόσο, που δεν πιστεύω στην ιατρική. (Η μόρφωσή μου δεν θα 'πρεπε να μου επιτρέπει να είμαι προληπτικός, ωστόσο είμαι.) Όχι, αν δεν φροντίζω για τον εαυτό μου, το κάνω από πείσμα μόνο. Ίσως δεν μπορείτε να το καταλάβετε αυτό. Ε λοιπόν εγώ το καταλαβαίνω. Δεν θα μπορούσα βέβαια να σας εξηγήσω από που προέρχεται το πείσμα μου. Καταλαβαίνω πολύ καλά πως μη φροντίζοντας να γιατρευτώ, δεν κάνω κακό σε κανένα, ούτε και στους γιατρούς. Και καλύτερα από κάθε άλλο στον κόσμο ξέρω πως μόνο τον εαυτό μου βλάπτω. Αδιάφορο΄ από πείσμα δεν γιατρεύομαι. Είναι αρρώστια του ήπατος. Ας είναι ό,τι θέλει, ας γίνει και χειρότερα ακόμη!"




Καλό βράδυ :)



ΥΓ: 18.

Midori Hana - Κεφάλαιο Πρώτο

Μία από τις πάμπολλες συγγραφικές μου απόπειρες για τα σκουπίδια γιατί ξέρω πως να αρχίζω μία ιστορία αλλά όχι πως να την τελειώνω :Ρ Ας ξεκινήσουμε με το πρώτο -και μοναδικό- κεφάλαιο που έχω γράψει για αυτήν εδώ. Μην εκπλαγείτε αν δεν δείτε συνέχεια :Ρ Εμπνευσμένη από την Creepy Dreamer και την εκπληκτική της ιστορία Aoi Hana, που σημαίνει μπλε λουλούδι. Ο δικός μου τίτλος σημαίνει πράσινο λουλούδι. Μιλάμε η πρωτοτυπία σκίζει. :Ρ
Λάθη θα υπάρχουν, οπότε όχι πέτρες, όχι ντομάτες.-







And if I only could,
I'd make a deal with God,
And I'd get him to swap our places,
Be running up that road,
Be running up that hill,
Be running up that building.
Say, If I only could, oh...
-Kate Bush



Κεφάλαιο Πρώτο




«Αριάδνη ξύπνα, δεν είμαστε στους κοιτώνες μας».
Η Σελέστ σκούντηξε την Αριάδνη η οποία έπεσε άδοξα από τον καναπέ από τον οποίο κοιμόντουσαν τα δύο κορίτσια.
«Τι στο..» ξεκίνησε να πει η Αριάδνη, αλλά διακόπηκε από μία άλλη φωνή.
«Ελπίζω να έχετε καλή δικαιολογία για το γιατί βρίσκεστε τόσο μακριά από τα κρεβάτια σας. Ίσως πάλι θα έπρεπε να ρωτήσω αν γυρίσατε καν στους κοιτώνες σας χτες το βράδυ» παρατήρησε εύστοχα η Μακ Γκόναγκαλ.
Τα δύο κορίτσια σηκώθηκαν βιαστικά μπροστά στην καθηγήτρια. Ο ήλιος φώτιζε τα χαρακτηριστικά της, ωστόσο δεν έκανε την έκφρασή της πιο ευχάριστη.
«Συγχωρέστε μας, απλώς…»
«Περνούσατε πολύ καλά;» διέκοψε η Μακ Γκόναγκαλ την Σελέστ.
«Δεν φταίει η Σελέστ, κυρία» πήρε το λόγο η Αριάδνη. «Ήμασταν στο καλωσοριστικό πάρτι του καθηγητή Σλάγκχορν…»
«Αυτό» διέκοψε η υποδιευθύντρια, «είναι προφανές».
Η Αριάδνη έστρωσε καλύτερα την φούστα του φορέματός της. «Εγώ πίεσα την Σελέστ να μείνουμε περισσότερο, ώσπου τελικά φύγαμε αλλά δεν γυρίσαμε στους κοιτώνες μας.»

Η Μακ Γκόναγκαλ είχε ένα ύφος που έλεγε πως αν ήταν στο χέρι της θα είχε σιγουρευτεί πως δεν θα έβλεπαν το φως του ήλιου για την υπόλοιπη σχολική χρονιά.

«Και αποφασίσατε πως το να κοιμηθείτε εκτός κοιτώνα με φορέματα είναι πιο ενδιαφέρον;» Ύστερα απευθύνθηκε στην Σελέστ. «Δεσποινίς Θορν, σας καθιστώ αρκετά υπεύθυνη και νηφάλια ώστε να πάρετε αμέσως τον δρόμο για το γραφείο του καθηγητή Φλίτγουικ. Δώστε του αυτό» είπε και βγάζοντας το ραβδί της παρουσίασε μία περγαμηνή με μία κοφτή κίνηση. Η Σελέστ πήρε την περγαμηνή ενώ η καθηγήτρια γύρισε προς το μέρος της Αριάδνης. «Στο μεταξύ, δεσποινίς Μπλανς, θα σας συνοδέψω στον υπεύθυνο του δικού σας κοιτώνα.» είπε και έκανε στροφή, παίρνοντας τον δρόμο για την μαρμάρινη σκάλα.
«Τα λέμε αργότερα» είπε η Αριάδνη στην Σελέστ και βιάστηκε να ακολουθήσει την καθηγήτρια.

Φτάνοντας στο τέλος του διαδρόμου, η Μακ Γκόναγκαλ έστριψε αριστερά και άρχισε να κατεβαίνει τη μαρμάρινη σκάλα, με την Αριάδνη από πίσω της. Ύστερα έστριψε δεξιά, παίρνοντας τον δρόμο για τα μπουντρούμια. Συνεχίζοντας τον δρόμο τους, η Αριάδνη πρόσεξε πως το κάστρο είχε αρχίσει να ξυπνά. Μαθητές τριγύριζαν ήδη στα μπουντρούμια, ξεκινώντας για την μεγάλη τραπεζαρία. Ένα ψηλό αγόρι με σκούρα μαλλιά και εξίσου σκούρα μάτια περπάτησε προς την είσοδο, φτάνοντας την Μακ Γκόναγκαλ και την Αριάδνη. Έριξε στην δεύτερη ένα έκπληκτο βλέμμα, που ωστόσο υποδήλωνε διασκέδαση με την κατάσταση. Η Αριάδνη συνάντησε στιγμιαία τα μάτια του, κουνώντας βαριεστημένα το χέρι της και συνέχισε τον δρόμο της με την Μακ Γκόναγκαλ μπροστά της.
Φτάνοντας τον προορισμό τους, η καθηγήτρια χτύπησε την πόρτα ενός γραφείου. Σύντομα ο ένοικος εμφανίστηκε με ένα γνωστό απαθές βλέμμα.

«Παρακαλώ, Μινέρβα; Σκόπευα να πάω στην τραπεζαρία.»
«Σέβερους» ξεκίνησε η Μακ Γκόναγκαλ, «η δεσποινίς Μπλανς από εδώ αποφάσισε πως το να τριγυρνά κανείς τη νύχτα και να κοιμάται εκτός κοιτώνα με επιμελήτριες άλλων κοιτώνων θεωρείται εντός κανονισμών.»

Ο Σνέιπ δεν έδειχνε να έχει προσέξει την μαθήτρια μέχρι που αναφέρθηκε. Έστρεψε τα μάτια του στην Αριάδνη καθώς τα μάτια του έγιναν χάντρες από την αυταρέσκεια.
«Μπα, τι βλέπω εδώ;» είπε, δείχνοντας με το χέρι του την εξευτελιστική εμφάνιση της Αριάδνης. Κοντό μαύρο φόρεμα, μουντζουρωμένα μελί μάτια και σκούρα μελί μαλλιά που είχαν βγει από την εποχή των σπηλαίων. Η Αριάδνη προσπάθησε να τα στρώσει αλλά ήταν αδύνατο με το αριστερό χέρι ΄ στο δεξί κρατούσε ένα μάτσο λουριά με τακούνια. «20 βαθμοί για την απρεπή εμφάνιση» είπε ο Σνέιπ. «Και άλλους δέκα επειδή είσαι επιμελήτρια.»
«Μα, κύριε καθηγητά…»
«Σιωπή! Μέσα γρήγορα» είπε, και έτεινε προς την πόρτα.
Η Αριάδνη μπήκε με βαριά βήματα και κάθισε σε μία καρέκλα απέναντι από το γραφείο.
«Ευχαριστώ, καθηγήτρια Μακ Γκόναγκαλ» τον άκουσε να λέει. «Θα σας δω στην τραπεζαρία.»

Αμέσως μετά έκλεισε ήρεμα την πόρτα, μα η Αριάδνη ήξερε καλύτερα. Ο Σνέιπ γύρισε με οργισμένα βήματα στο γραφείο του και κάθισε. Το πρόσωπό του έλαμπε από θυμό.
«Τι σκεφτόσουν; Πως έκανες τέτοια ανώριμη πράξη; Αν ήμουν διευθυντής θα σε είχα αποβάλλει εδώ και τώρα.»
«Κύριε, ήμουν θύμα ραδιουργίας» δήλωσε σοβαρά η Αριάδνη.
«Μπα; Πως κι έτσι; Κανείς έχωσε ουίσκι της φωτιάς με το ζόρι στον λαιμό σου.»
«Μα, ελάτε τώρα, πάρτι ήταν…» έκανε κουρασμένη η κοπέλα.

«Τέλος. Δεν υπάρχει κάτι άλλο να συζητήσουμε. Απορώ ώρες ώρες με την επιλογή του διευθυντή να σε διορίσει επιμελήτρια. Θα πάρεις τιμωρία με τον επιστάτη μας. Μαθαίνω πως χρειάζεται αρκετή βοήθεια καθαρίζοντας την ακαταστασία του χτεσινού πάρτι» είπε και έγραψε τρεις αράδες σε μία περγαμηνή, σφραγίζοντάς την. «Θα πας αυτό στον κο. Φίλτς, ύστερα για πρωινό και μετά γραμμή στον λουτρό των επιμελητών. Ευτυχώς για σένα που είναι Σάββατο.»

Βρήκε τον Φίλτς στον δρόμο για την τραπεζαρία. Προσπερνώντας τα υπόλοιπα τραπέζια, έφτασε σε αυτό του Χάφλπαφλ και κάθισε απέναντι από το αγόρι με τα σκουρόχρωμα μαλλιά. Εκείνος την κοίταξε πάλι με ένα διασκεδαστικό, ωστόσο συγκρατημένο ύφος.
«Καφέ» ζήτησε η Αριάδνη λακωνικά.
Εκείνος, απάντησε, χωρίς να σταματήσει να χαμογελά. «Πως τον θες;»
«Μαύρο. Σαν την ψυχή μου.»
Το αγόρι συνέχισε να μιλά ενώ έβαζε καφέ σε ένα φλιτζάνι. «Καταλαβαίνεις πως δεν βρίσκεσαι στο τραπέζι σου, έτσι;»
«Είμαι επιμελήτρια, μπορώ να κάνω ό, τι γουστάρω» απάντησε με έναν αέρα η Αριάδνη.
«Αλήθεια; Τι τιμωρία σου βάλανε;» ρώτησε ευγενικά το αγόρι.
Η Αριάδνη κατσούφιασε. «Να καθαρίσω ό, τι απέμεινε από το χτεσινό πάρτι.»
«Δίκαιο ακούγεται» σχολίασε το αγόρι, προσφέροντας το φλιτζάνι στην κοπέλα.
«Όχι, άδικο είναι που εσύ φαίνεσαι καλά σήμερα το πρωί. Πως και δεν έχεις πάθει κίρρωση του ήπατος ακόμα;» είπε η Αριάδνη, πίνοντας μία μεγάλη γουλιά από τον καφέ της.
«Επειδή δεν ήπια ούτε το ένα τρίτο όσων ήπιες εσύ και η Σελέστ ξεχωριστά. Αυτό, και ότι έφυγα νωρίτερα.»
«Μάλιστα» ήπιε, κατεβάζοντας ό, τι απέμεινε από το φλιτζάνι της και σηκώθηκε.
«Φεύγεις κιόλας;» ρώτησε τάχα απογοητευμένο το αγόρι.
«Πρέπει να κάνω έλεγχο ζημιάς, Κρίστιαν. Είδες την Σελέστ, επί τη ευκαιρία;»
«Ήρθε, έφαγε και έφυγε μέσα σε τρία λεπτά» απάντησε ο Κρίστιαν. «Υπάρχει κάτι που θα ‘πρεπε να ξέρω;»
«Μας πήρε ο ύπνος σε έναν καναπέ στον τέταρτο όροφο. Κοίτα, πρέπει να φύγω, έχω να κάνω μπάνιο, να αλλάξω ρούχα και να πάω αμέσως στην τιμωρία μου. Θα σε δω στο μεσημεριανό;» ρώτησε.
«Ίσως και νωρίτερα, αν έχεις τελειώσει με την τιμωρία σου. Έι, περίμενε» είπε ο Κρίστιαν όταν η Αριάδνη έκανε να φύγει. «Πάρε δυο τοστ πριν φύγεις.»
Η κοπέλα έκανε δυο βήματα, τεντώθηκε να φτάσει τα τοστ και αφού ευχαρίστησε το αγόρι, έφυγε βιαστικά για το λουτρό των επιμελητών προτού την δει όλο το σχολείο με αυτή την εμφάνιση. Μερικοί πρόλαβαν και της έριξαν δεύτερο βλέμμα πριν φτάσει την μαρμάρινη σκάλα.

Φτάνοντας στον πέμπτο όροφο, στάθηκε μπροστά στην πόρτα των λουτρών, ψιθύρισε το σύνθημα και μπήκε μέσα κλείνοντας γρήγορα την πόρτα πίσω της. Η Σελέστ ήταν μέσα.
«Δόξα τω Θεώ» είπε η Αριάδνη.
«Χάλια ξύπνημα σήμερα. Τι έγινε στου Φλίτγουικ;» ρώτησε καθώς βυθιζόταν στο χρωματισμένο νερό του λουτρού, δημιουργώντας φυσαλίδες.
Η Σελέστ δεν έδειχνε σε καλύτερη κατάσταση από την Αριάδνη. «Τη γλύτωσα με γραπτή τιμωρία. Πρέπει να γράψω διακόσιες φορές τις Τρεις Προϋποθέσεις Ξορκιών Ευθυμίας.»
«Βαρετό, θα προτιμούσα απλά να γράψω ‘Δεν θα ξανακοιμηθώ έξω από τον κοιτώνα μου με την Αριάδνη Μπλανς’. Πολύ πιο ενδιαφέρον.»
Η Σελέστ χαμογέλασε κουρασμένα. «Εσένα τι σου έβαλαν;»
«Να μαζέψω το χάλι του χτεσινού πάρτι.»
«Σε λυπάμαι, αγαπητή μου. Προτιμώ την δική μου τιμωρία.» είπε η Σελέστ.
«Μιλάμε είμαστε και πολύ πρώτες επιμελήτριες. Θέτουμε το σωστό παράδειγμα.» είπε η Αριάδνη.
«Τι να σου πω, είμαστε καταπληκτικές. Πρώτη βδομάδα και είμαστε ήδη τιμωρία. Πως μας κάνανε επιμελήτριες;» αναρωτήθηκε η Σελέστ.
«Μας κάνανε επειδή είμαστε πανέξυπνες και διαβαστερές και σώσαμε τον κόσμο από την καταστροφή.»
«Το να σβήνεις την φωτιά που άναψε κατά λάθος ο Γιούαν Μακ Μάβυ στο τρίτο έτος δεν μετρά ούτε με το ζόρι.»
«Για σε παρακαλώ» είπε με προσποιητή προσβολή η Αριάδνη. «Θα έπρεπε να πάρουμε βραβείο για αυτό.»
«Ωχ αμάν, πρέπει να πηγαίνω» είπε ξαφνικά η Σελέστ και άρχισε να βγαίνει από την μπανιέρα στάζοντας.
«Γιατί;» ρώτησε η Αριάδνη.
«Πρέπει να κάνω την τιμωρία μου.»
«Τώρα;»
«Ναι» απάντησε η Σελέστ καθώς ντυνόταν βιαστικά. «Τα λέμε το μεσημέρι, ναι;»
«Ναι, τα λέμε» απάντησε η Αριάδνη τη στιγμή που η Σελέστ έκλεινε την πόρτα πίσω της.

Την στιγμή εκείνη δυνατός πόνος διαπέρασε το σώμα της, χιλιάδες μικροσκοπικά τρυπήματα και ένα κρύο ρίγος που ερχόταν και έφευγε. Εικόνες έρχονταν βίαια στην όρασή της και εξαφανίζονταν το ίδιο γρήγορα. Ανταριασμένος ουρανός, γεμάτος σύννεφα. Ένας άλλοτε όμορφος κήπος, ο παλιός οίκος των Μπλανς...

Όλα ήταν σκοτεινά. Μία ψηλή, λεπτή φιγούρα τυλιγμένη στα μαύρα χτύπησε την πόρτα των Μπλανς τρεις φορές. Λίγο αργότερα η πόρτα άνοιξε και από πίσω της εμφανίστηκε ένας εξίσου μαυροντυμένος άντρας. Αν και τα μαλλιά του ήταν ολόλευκα, σχεδόν ιριδίζοντα, το πρόσωπό του δεν πρόδιδε ηλικία μεγαλύτερη των εξήντα. Χωρίς λόγια, ο άντρας παραμέρισε και άφησε την γυναίκα να περάσει. Εκείνη, αφού μπήκε μέσα, κατέβασε αργά την κουκούλα της, αποκαλύπτοντας μία κατάξανθη χαίτη, λεπτά χαρακτηριστικά και σκούρα μελένια μάτια.
«Πατέρα» χαιρέτησε η γυναίκα, «είναι καιρός. Η μικρή έχει ήδη αρχίσει να χτίζει τη δύναμή της. Είναι χαρισματική.»
«Δεν διαφωνώ καθόλου μαζί σου αγαπητή μου Ιρίς. Αυτό που με απασχολεί είναι το πώς θα χρησιμοποιήσουμε την νεαρή χωρίς να το μάθουν ο Λεωνίδας και η Ελλαδώρα. Δεν πρέπει να κινήσουμε υποψίες.»
«Ασφαλώς, απλά πιστεύω πως η στιγμή έχει φτάσει. Νιώθω την δύναμή της, μεγαλώνει και η μικρή δεν το έχει πάρει χαμπάρι. Νομίζω πως πρέπει να βιαστούμε.»
«Υπομονή, Ιρίς. Η βιασύνη ποτέ δεν ωφέλησε κανένα. Θα το σκεφτώ…» είπε ο άντρας καθώς η εικόνα διαλυόταν.


Σπασμοί τράνταζαν την Αριάδνη ώσπου δεν έμεινε τίποτα, καμία εικόνα, κανένα ρίγος, καθόλου πόνος. Η Αριάδνη βυθιζόταν στο λουτρό και ούτε η Ιρίς, ούτε η Σελέστ, ούτε ο άντρας στο σπίτι μπορούσαν να την σώσουν.

Τετάρτη 21 Σεπτεμβρίου 2011

Πρωινό ξύπνημα.

Ωιμέ. Τι κάνω εδώ ένα τέταρτο πριν τις εννιά το πρωί;;
Μα φυσικά! Που να σας λέω όμως...

Αποφάσισα πως οι σκέψεις που κάνουμε τα πέντε-δέκα πρώτα λεπτά που έχουμε ξυπνήσει είναι τελείως μα τελείως ασύλληπτες. Εκείνα τα πέντε-δέκα πρώτα λεπτά δεν βρισκόμαστε στην μέηνστρημ σόσιαλ κοινωνιά αλλά σε κάποια σφαίρα φαντασίας άγνωστη ακόμα και για μας.
Για παράδειγμα, μόλις πριν από λίγο ολοκλήρωσα το επιχειρηματικό σχέδιο που επιβάλλει στο αρσενικό φύλο να ανεβάζει και να κατεβάζει το καπάκι της τουαλέτας πριν και μετά τη χρήση, χρησιμοποιώντας κλάσματα, τα οποία αν και τείνουν υπέρ της γυναίκας, ολοκλήρωσα ωστόσο με ένα πνεύμα ισότητας που δεν ισχύει.
Μιλάμε για απίστευτες καταστάσεις σας λέω, ασύλληπτες!
Αλλά βέβαια εγώ είμαι τρελή οπότε μικρό το κακό.

Ενόσω τα κατάλοιπα της μισοκοιμισμένης μου κατάστασης εγκαταλείπουν, καλά θα κάνω να μπω στο θέμα και γρήγορα.

Σε μιά φάση κάτι διάβαζα στο διαδίκτυο, κάπου σε σχόλια στο youtube, σε άλλο blog, κάπου τέλος πάντων, τα παρακάτω λόγια:

[...]και μετά το παίζουν δεμένοι με τους χαρακτήρες όπως την Effy και την Cassie. Εγώ έβλεπα Skins από το 2007, ναι ναι, ακριβώς, παλιοψευτοκουλτουριάρηδες.[...]


Και μια σειρά σκέψεων πυροδοτήθηκε μέσα στο ταπεινό μυαλουδάκι μου αλλά επειδή δεν θέλω να χάσω αναγνώστες (...θύμα της φήμης!) επέλεξα να θίξω το θέμα γενικά αντί να κάθομαι να βρίζω τον κάθε hipster.

Ok, έβλεπες Skins. Συγχαρητήρια, τζάμπα σερβιέτες για το υπόλοιπο της ζωής σου. Τι σε χάλασε δηλαδή που ο άλλος το βλέπει από το 2010;; Σου χαλά το κάρμα or smth? Μας κοκορεύεσαι πως δένεσαι με τους χαρακτήρες και σου την δίνει που άλλοι βλέπουν μερικά επισόδια και αμέσως δένονται. Μάντεψε, δεν μπορείς να κάνεις τίποτα απολύτως για αυτό. Όπως επηρεάστηκες εσύ, έτσι θα επηρεαστεί και ο άλλος. Δεν σου ανήκει κιόλας η σειρά.

Γενικώς αυτό που με ενοχλεί με τους επονομαζόμενους "hipsters", συγχωρέστε μου κιόλας, μιας και δεν βρίσκω καταλληλότερη ονομασία τόσο νωρίς το πρωί είναι ότι όλη την ώρα περιφέρονται σαν αφεντικά λέγοντας πόσο τέλεια μουσική ακούνε και όταν κάτι underground γίνεται mainstream αμέσως το φασκελώνουν και λένε: "εγώ κάποτε τους άκουγα αλλά τώρα που γίναν mainstream, δε γουστάρω" και το λένε και με ένα ύφος... τι να πω. Μου αρέσει που κάποτε "η τέλεια μουσική τους" έγινε "mainstream και δεν γουστάρω" με τέτοια ευκολία. Μιλάμε τι δεμένοι που είστε με τα μουσικά σας πρότυπα, τρελαίνομαι, θέλω να σας πάρω αγκαλιά. Αυτή είναι η υποτιθέμενη πίστη σας στην μουσική σας.

Ok, ηρεμώντας, παίρνω κάτι από το αρχικό στάδιο που παρέλειψα. Υποτίθεται, υποτίθεται πάντα (θα καταλάβετε αργότερα γιατί το τονίζω) πως ο καθένας είναι ελεύθερος να ακούει ό, τι μουσική θέλει, να βλέπει ό, τι σειρά και ό, τι ταινία θέλει, να διαβάζει ή και να μην διαβάζει ό, τι βιβλίο του καπνίσει και να ντυθεί όπως του κάνει κέφι. Πιστέψτε με, ούτε εγώ τρελαίνομαι να βλέπω υπερβολικά μαυρισμένα "μουνιά" να πλατσουρίζουν από δω και από κει με ανύπαρκτα κομμάτια υφάσματος που αποκαλούν μαγιώ και να μωρουδίζουν "πότε θα πάμε να τα σπάσουμε και μειιιιιιιις;", ούτε ενθουσιάζομαι κιόλας από κάτι ντουλάπες που κυκλοφορούν και παίζουν και ρακέτες μπρος στη μάπα μου ενώ ήρθα στην θάλασσα να χαλαρώσω. Πήρα παραδείγματα βέβαια από το πρόσφατα τελειωμένο καλοκαίρι αλλά άμα προσπαθήσεις λίγο, βρίσκεις βλάκες παντού.
Το point μου είναι, δεν μπορείς με το ζόρι να τους βάλεις να ακούσουν μουσική της προκοπής όσο και να θες. Άρα συμβιβάσου. Όσο δεν σε ενοχλούν (δηλαδή να σε ψήνουν να πάτε Vogue ή Πύλη Αξιού, ή ακόμα και να σου επιβάλλουν να ακούσεις Πάολα στο διάλειμμα στο φροντιστήριο- α ρε Λ, ξύλο θες) δεν έχεις δικαίωμα να πεις και κουβέντα. Και εδώ φτάνω σε αυτό το υποτίθεται που λέγαμε πριν, γιατί μόνο αληθινά δεν είναι αυτά που είπα στην προηγούμενη παράγραφο, ότι δηλαδή μπορούμε να ακούμε ό, τι θέλουμε. Υποτίθεται πως μπορούμε, διότι αν ακούσουμε οτιδήποτε διαφορετικό σε ένα σύνολο θα φάμε δούλεμα. Τι εννοώ: σε μία παρέα που ακούει ως επί το πλείστον ό, τι δούνε στην τηλεόραση, άμα τους κάνεις λόγο για indie δεν θα σε καταλάβουν και θα σε δουλέψουν. Το ίδιο όμως ισχύει και αν αρχίσεις να σφυρίζεις Britney μπροστά στους hipsters. Με τις πέτρες θα σε πάρουν.
Άρα δεν υπάρχουν οι μεν και οι δε. Υπάρχουν νοσηρές νοοτροπίες, και υπάρχει και η ανθρώπινη βλακεία, καθώς και συμπλέγματα κατωτερότητας που οδηγούν πολύ κόσμο να ψάχνει πως να γίνει κουλ. Μουσική, δόξα τω Θεώ (δόξα τον Ύψιστο!) υπάρχει μπόλικη για όλους, μην πλακώνεστε.

Και κάτι τελευταία για τους ντεμέκ κουλ και hipsters και όλα αυτά... μόνοι σας την βάλατε την ταμπέλα πάνω σας, φάτε τα τώρα τα σκατά. Ποτέ μου δεν το κατάλαβα αυτό με τις ταμπέλες βέβαια, αλλά για να μην μακρολογώ, κουλάρετε λίγο. Μα συγχωρήστε μου, δεν ξέρω αν μπορείτε βέβαια να γίνεται πιο κουλ, αλλά για να σας δώσω να καταλάβετε, όπως και ένας καλός μου φίλος είπε...


Δεν είμαστε αναγκασμενοι να μετράμε τα μεγέθη όπως μας υποδεικνύουν, αντιθέτως θα ήταν πολύ καλύτερα αν μετρούσαμε έτσι όπως θέλουμε εμείς ώστε να αποκτήσει το καθε τι διαφορετικό χαρακτήρα και σημασία...


Άρα, σας ενδιαφέρει να μετράτε το πόσο κουλ είστε ανάλογα με το επίπεδο ασημότητας του καλλιτέχνη που ακούτε, ή να έχει νόημα για εσάς αυτό που ακούτε;



ΥΓ: Να θυμηθώ να θυμώσω του αδερφού μου για τρία πράγματα γιατί χάρη του έκανα. Επιτρέπεται δηλαδή να με ξυπνάς εμένα σέρνοντας την καρέκλα, χτυπώντας ντουλάπια και ρωτώντας τη μάνα σου αν πρέπει να βάλεις κοντομάνικο ή μακρυμάνικο; 20 είσαι γαμώ το φελέκι μου. Άχρηστε, ούτε επίτηδες να το έκανες.
ΥΓ2: (Άκους εκεί ketchup song...)
ΥΓ3: Κλείνω με ένα κομμάτι που επίσης τριβέλιζε το ταπεινό μυαλουδάκι μου σήμερα όταν ξύπνησα, που, ολώς παραδόξως, ταιρίαζει λίγο και με την κατάσταση.





You were my conscience, so solid now you're like water.
And we started drowning, not like we'd sink any farther.
But I let my heart go, its somewhere down at the bottom.
But I'll get a new one and come back for the hope that you've stolen.

I'll stop the whole world, I'll stop the whole world
From turning into a monster and eating us alive
Don't you ever wonder how we survive?
Now that you're gone, the world is ours.

Oh oh oh oh, oh oh oh oh

I'm only human, I've got a skeleton in me
But I'm not the villain despite what you're always preaching
Call me a traitor, I'm just collecting your victims
They're getting stronger, I hear them calling, them calling...

I'll stop the whole world, I'll stop the whole world
From turning into a monster and eating us alive
Don't you ever wonder how we survived?
Now that you're gone, the world is ours.

Well, you thought of straight big solutions, well I liked the tension
We're not always knowing the answers, you're gonna lose it, you're gonna lose it.

I'll stop the whole world, I'll stop the whole world
From turning into a monster and eating us alive
Don't you ever wonder how we survive?
Well, now that you're gone the world is ours.

I'll stop the whole world, I'll stop the whole world
From turning into a monster and eating us alive
Don't you ever wonder how we survive?
Well, now that you're gone the world is ours.

Σάββατο 17 Σεπτεμβρίου 2011

Silence Is Deafening

...δεν περίμενα να με βρω εδώ σήμερα. Πραγματικά. Φρίκαρα κάπως. Μετά από αρκετό καιρό που έχω να πατήσω εδώ μέσα, είχα λίγο πολύ παραδεχτεί στον εαυτό μου πως είχα τελειώσει με την μπλογκόσφαιρα. Πήρα αυτά που ήθελα να πάρω κι έφυγα. Ωστόσο, δεν κατάλαβα πως συνέβη, αλλά βρίσκομαι εδώ. Κάτι που μου θυμίζει...

“Jace? Are you all right?”
“I don’t know,” he said in the dazed manner of someone just waking up from a dream. “I
wasn’t going to come here. I’ve been wandering around all night—I couldn’t sleep—and I
kept finding myself walking here.”


Δεν κατάλαβα τι ακριβώς συνέβη, αλλά ξαφνικά ένιωσα την ανάγκη να γράψω. Δεν ξέρω καν τι γράφω, δεν έχω κοιτάξει δεύτερη φορά την ίδια γραμμή, φοβάμαι μην το μετανιώσω.
Κάτι έγινε σήμερα. Κάτι που δεν μπορώ ακριβώς να προσδιορίσω. Κάτι που επίσης μου θυμίζει...

“Good luck, Ron,” said Hermione, standing on tiptoe and kissing him on the cheek.
Ron seemed to come to himself slightly as they walked back across
the Great Hall. He touched the spot on his face where Hermione had
kissed him, looking puzzled, as though he was not quite sure what had
just happened.



Δεν ξέρω τι τρέχει σήμερα με τις παραθέσεις. Ίσως είναι ένα τέχνασμα για να σας ξεγελάσω, να μην γράψω πάλι... αλλά κάτι μου λέει πως σήμερα δεν είναι. Πάντα ήθελα να αναφέρω αυτά τα 2 αποσπάσματα και μου δόθηκε η ευκαιρία να τα χρησιμοποιήσω και τα 2 μαζί. Η τύχη μου δεν θα μπορούσε να είναι μεγαλύτερη.

Ήμουν κάπως... εξαντλημένη τις τελευταίες μέρες. Σωματικά και συναισθηματικά. (Τι έκπληξις.) Μπορεί να μην είμαι καλά, είμαι όμως εδώ. Αυτό έχει σημασία. Και το οφείλω στον Σ.
Α, και κάτι ακόμα. Μ, μου λείπεις. Ξέρω πως δεν το βλέπεις αυτό, για αυτό και νιώθω τεράστια ανακούφιση που το λέω επιτέλους. Μου λείπεις όσο δεν μου έχεις λείψει ποτέ από τότε που γνωριστήκαμε. Μου λείπουν τα πάντα, οι κλήσεις στις 2 το πρωί, οι μαμάδες μας να μας ρίχνουν τρομερό βρισίδι, οι αδελφοί μας να μας πληγώνουν και εγώ να σου ανήκω ολοκληρωτικά, όπως και συ σε μένα. Και όσο κι αν πονούσε, μου λείπουν τα περσινά Χριστούγεννα.