Θέλω να κοιμάμαι.
Θέλω να μην σπαταλήσω ξανά λεπτό στον ύπνο. Θέλω να μάθω τα πάντα γιατί η γνώση είναι δύναμη και θέλω να μην ξέρω τίποτα γιατί η γνώση είναι βάρος. Θέλω να γνωρίσω νέο κόσμο και θέλω να μην ξέρω κανέναν. Θέλω να βγω έξω να δω και θέλω να μείνω μέσα να μη δω το φως του ηλίου. Θέλω να με μάθεις από την καλή και από την ανάποδη και τρέμω στην σκέψη να σου δείξω κάτι, γιατί πως θα μπορούσα να επιτρέψω κάτι τέτοιο.
Θέλω να με μάθεις. Θέλω να μην σου δείξω.
Θέλω να αγαπήσω και να αγαπηθώ. Θέλω να μην τολμήσει κανείς να με αγγίξει γιατί δεν αξίζω σε κανέναν, και γιατί αξίζω και δεν κάνει, ΔΕΝ ΚΑΝΕΙ να σε μυρίσω, θέλω να σε καταλάβω αλλά αν το κάνω θα καταστραφείς, και θέλω να σε καταλάβω για να σε καταστρέψω γιατί μπορώ και θέλω εξουσία γιατί νιώθω μεθυσμένη, και δεν θέλω εξουσία γιατί σε λάθος χέρια δεν πρέπει να είναι και δεν θέλω εξουσία γιατί θέλω να είμαι συνηθισμένη και δεν θέλω να είμαι συνηθισμένη γιατί θέλω να είμαι ξεχωριστή και θέλω να είμαι ξεχωριστή και μοναδική και τέλεια αλλά αυτό είναι μεγάλο φορτίο και βαρέθηκα να προσδοκείς από μένα και βαρέθηκα να προσδοκώ από μένα.
Θέλω να μυρίσω τον κόσμο και δεν θέλω να ξαναβγώ από το σπίτι μου και θέλω να είμαι εξωστρεφής και να είμαι εσωστρεφής αλλά να μην μπορώ να διαλέξω γιατί έτσι είμαι και θέλω να αλλάξω αλλά να μην μπορώ γιατί δεν μπορώ να αλλάξω και μετά από χρόνια αυτοτιμωρίας να συνειδητοποιώ πως αλλάζω αλλά όχι όπως περίμενα και να νιώθω καλά με αυτό και να νιώθω άσχημα και να νιώθω τα πάντα και να νιώθω μηδέν και να νομίζω πως έχω το σύμπαν στις άκρες των δαχτύλων μου και να μην έχω τίποτα στην πραγματικότητα, πως θα μπορούσα ποτέ να έχω και στο τέλος να καταλαβαίνω πως μπορώ να κάνω τα πάντα γιατί μπορώ και να μην μπορώ γιατί αν επιτύχω δεν θα έχω στόχο, ποτέ δεν είχα, πάντα είχα, ήσουν εσύ, ήταν τα πάντα και να νομίζω πως είμαι κάποια ενώ δεν είμαι τίποτα.
Και να θέλω να μάθω 10 διαφορετικές γλώσσες που δεν θα μιλήσω ποτέ αλλά να με φαντάζομαι να τις μιλώ, και να πάω στο Λονδίνο και στο Παρίσι και στη Φλωρεντία και στη Βαρκελώνη και στο Βερολίνο και στη Νέα Υόρκη και στο Λος Άντζελες και να λέω πως το Λονδίνο είναι το σπίτι μου και να λέω πως η Φλωρεντία είναι το σπίτι μου και να είμαι πάντα ανήσυχη και να λέω πως επιτέλους ριζώνω και να μην μπορώ να ριζώσω ποτέ γιατί πως θα ριζώσω, ποτέ μου δεν ρίζωσα και να νομίζω πως είμαι καλά ενώ είμαι χάλια, και ποτέ να μην φτάνω αρκετά βαθιά για να πιάσω άμμο στα μικρά χεράκια μου και να μην αντέχω τον κόσμο αλλά να μην μπορώ πια μόνη και να μάθω κάθε άθλημα και να μάθω κάθε τέχνη και να γίνω ένα με αυτήν και να φτάσω την θέωση και να γίνω μάγισσα και να γίνω κάποια και να γίνω τα πάντα και να μην γίνω τίποτα γιατί έτσι πρέπει για μένα και να με αγαπώ εγωιστικά και να με μισώ και να με απογειώνω και να μην με αντέχω και να γυρνάω γύρω από τον εαυτό μου μέχρι να ξεράσω και να παρομοιάζω προβλήματα μαθηματικών και χημικές εξισώσεις και νόμους φυσικής με τα προβλήματά μου για να κάνω τα πράγματα καλύτερα γιατί ποιος δεν χρειάζεται λίγη σοκολάτα και να προσπαθώ να με καταλάβω και να με καταλαβαίνω και να νομίζω ότι με ξέρω και να είμαι τόσο αστοιχείωτη που αν με ήξερα θα γελούσα μαζί μου και να νομίζω πως δεν μπορώ να αγαπήσω γιατί άτομα σαν εμένα ποτέ δεν θα μπορούσαν γιατί είμαι καταραμένη και γιατί είμαι τέλεια και γιατί είμαι ένα σκουπίδι και γιατί μπορώ αλλά δεν μπορώ και να φάσκω και να αντιφάσκω και να ζωγραφίσω και να σπουδάσω και να μην σπουδάσω και να κάνω φίλους γιατί δεν πάει άλλο και να νιώθω πάλι μόνη, και να μην κάνω τίποτα και να νιώθω ένοχη και να πανικοβάλλομαι για το μέλλον και να νιώθω αβοήθητη, και να μην διαβάζω αυτά που πρέπει αλλά αυτά που θέλω και να βαριέμαι αυτά που θέλω και να με πιάνει εμμονή και να ενθουσιάζομαι και να νομίζω πως βρήκα αυτό που έψαχνα και να νιώθω πλήρης και να απογοητεύομαι και να με πειράζω ειρωνικά γιατί ποτέ δεν θα βρω τίποτα, πως θα μπορούσα ποτέ να βρω. Και να ικανοποιούμαι με όσα έχω και να τα πετάω όλα και να θέλω άλλα και να θέλω τα πάντα γιατί μπορώ να τα ζητήσω, μπορώ να τα έχω, μπορώ να τα απαιτήσω και να θέλω να σε σκοτώσω και να μην αντέχω που υπάρχεις και να θέλω να σε σπάσω στο ξύλο και να σε αγαπώ καταβάθος γιατί ποτέ δεν σε χρειάστηκα περισσότερο αλλά ποτέ δεν ήρθες και να έρθεις κάποια στιγμή αλλά τότε να είναι αργά και να μπλέκω σε μοτίβα συμπεριφορών και σε κυκλοθυμίες και ποτέ τίποτα να μην είναι αρκετό και να θέλω κι άλλο, κι άλλο, κι άλλο και να θέλω να ζήσω πολύ και να θέλω να ζήσω λίγο και να θέλω να μη ζήσω καθόλου γιατί δεν αντέχω, δεν μου αξίζει, είναι βάρος απίστευτο έστω και μία ανάσα και να θέλω να είσαι πάντα εκεί και να θέλω να μην σε ξαναδώ γιατί δεν σε αντέχω γαμώ την Παναγία μου, ποτέ δεν σε άντεξα, ποτέ δεν άντεξα κανέναν και ποτέ δεν πρόκειται, και να αντέχω τους πάντες και να τους καταλαβαίνω και να τους πονώ και να τους δικαιολογώ και να μην έχω κανένα ηθικό φράγμα απέναντί τους και να θέλω να είμαστε όσο κοντά γίνεται να είναι δύο άνθρωποι και ακόμα παραπάνω και να μην μπορώ γιατί ζητάω πολλά, γιατί είμαι άπληστη αλλά μπορώ και θέλω κιάλλοκιάλλοκιάλλοκιάλλοκιάλλο και δεν ντρέπομαι που θέλω το αίμα σου και την ουσία σου και να νιώθω ανασφαλής να στο ζητήσω γιατί δεν προσδοκώ να καταλάβεις την δίψα μου. Και να θέλω να κάνω σεξ για το υπόλοιπο της ζωής μου και να μην θελήσω να ξανακούσω αυτή την λέξη γιατί είναι καταδικαστέα και να είμαι ελεύθερη και να είμαι άνετη και να είμαι πουριτανή και να είμαι ανοιχτόμυαλη και να φοράω παρωπίδες και να μου επιτρέπω πράγματα και να μην μου επιτρέπω και να νομίζω πως μπορώ να πετάξω και να το προσπαθώ αλλά ξέρω πως τα πουλιά δεν θα μπορούσαν ποτέ να πετάξουν αν είχαν το βάρος των λέξεων και να νομίζω πως μπορώ να αψηφήσω την βαρύτητα και να σπάω το σώμα μου και οι απολήξεις των νεύρων μου να μου υπενθυμίζουν την ηλιθιότητά μου για το υπόλοιπο της ζωής μου και να θέλω εκδίκηση και να μην μπορώ να την πάρω γιατί "είμαι καλύτερη από αυτό" και να σε θέλω και να μην σε αντέχω και να θέλω να κοιμηθείς μέσα μου γιατί είμαστε τόσο κοντά και να φοβάμαι και να νιώθω αήττητη γιατί είμαι, γιατί πάντα ήμουν και να είμαι χάλια και να είμαι καλά και να είμαι ολόμαυρη και επικίνδυνη και να λάμπω σαν το πρωινό άστρο και να είμαι μικρή, μεγάλη, καλή, κακιά, άσπρο, μαύρο, με χρώμα ή χωρίς, άσχημη, όμορφη, έξυπνη, χαζή, υπέροχη, τέλεια και να είσαι εκεί και να μην είσαι γιατί ό, τι γίνεται στην ζωή μου είναι επιλογή μου και δεν μπορείς να περάσεις τα διόδια χωρίς να το δω γιατί μπορώ και είσαι ένα τίποτα εκτός αν επιτρέψω να είσαι. Και να νομίζω πως έχω φτάσει την σπουδαιότητά μου και να νομίζω ότι γράφω τέλεια και να νομίζω πως γράφω μαλακίες και να νομίζω πως είμαι κάτι και να είμαι υπέροχη και να νομίζω πως είμαι τρελή αλλά να είμαι πιο λογική από όλους και στην τελική να συνειδητοποιώ πως δεν υπήρξε ποτέ πιο τρελός άνθρωπος από μένα και να αγαπώ και να μισώ και να νιώθω και να αγνοώ και να ζήσω τα πάντα.
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Συγγραφικές απόπειρες. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Συγγραφικές απόπειρες. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Τρίτη 10 Ιανουαρίου 2012
Θέλω.
Θα το βρεις εδώ:
Ιστορίες,
Καθημερινότητα Γεγονότα,
Μουσική,
Σκέψεις Συναισθήματα,
Συγγραφικές απόπειρες,
Beautiful Creatures
Πέμπτη 22 Σεπτεμβρίου 2011
Midori Hana - Κεφάλαιο Πρώτο
Μία από τις πάμπολλες συγγραφικές μου απόπειρες για τα σκουπίδια γιατί ξέρω πως να αρχίζω μία ιστορία αλλά όχι πως να την τελειώνω :Ρ Ας ξεκινήσουμε με το πρώτο -και μοναδικό- κεφάλαιο που έχω γράψει για αυτήν εδώ. Μην εκπλαγείτε αν δεν δείτε συνέχεια :Ρ Εμπνευσμένη από την Creepy Dreamer και την εκπληκτική της ιστορία Aoi Hana, που σημαίνει μπλε λουλούδι. Ο δικός μου τίτλος σημαίνει πράσινο λουλούδι. Μιλάμε η πρωτοτυπία σκίζει. :Ρ
Λάθη θα υπάρχουν, οπότε όχι πέτρες, όχι ντομάτες.-
And if I only could,
I'd make a deal with God,
And I'd get him to swap our places,
Be running up that road,
Be running up that hill,
Be running up that building.
Say, If I only could, oh...
-Kate Bush
«Αριάδνη ξύπνα, δεν είμαστε στους κοιτώνες μας».
Η Σελέστ σκούντηξε την Αριάδνη η οποία έπεσε άδοξα από τον καναπέ από τον οποίο κοιμόντουσαν τα δύο κορίτσια.
«Τι στο..» ξεκίνησε να πει η Αριάδνη, αλλά διακόπηκε από μία άλλη φωνή.
«Ελπίζω να έχετε καλή δικαιολογία για το γιατί βρίσκεστε τόσο μακριά από τα κρεβάτια σας. Ίσως πάλι θα έπρεπε να ρωτήσω αν γυρίσατε καν στους κοιτώνες σας χτες το βράδυ» παρατήρησε εύστοχα η Μακ Γκόναγκαλ.
Τα δύο κορίτσια σηκώθηκαν βιαστικά μπροστά στην καθηγήτρια. Ο ήλιος φώτιζε τα χαρακτηριστικά της, ωστόσο δεν έκανε την έκφρασή της πιο ευχάριστη.
«Συγχωρέστε μας, απλώς…»
«Περνούσατε πολύ καλά;» διέκοψε η Μακ Γκόναγκαλ την Σελέστ.
«Δεν φταίει η Σελέστ, κυρία» πήρε το λόγο η Αριάδνη. «Ήμασταν στο καλωσοριστικό πάρτι του καθηγητή Σλάγκχορν…»
«Αυτό» διέκοψε η υποδιευθύντρια, «είναι προφανές».
Η Αριάδνη έστρωσε καλύτερα την φούστα του φορέματός της. «Εγώ πίεσα την Σελέστ να μείνουμε περισσότερο, ώσπου τελικά φύγαμε αλλά δεν γυρίσαμε στους κοιτώνες μας.»
Η Μακ Γκόναγκαλ είχε ένα ύφος που έλεγε πως αν ήταν στο χέρι της θα είχε σιγουρευτεί πως δεν θα έβλεπαν το φως του ήλιου για την υπόλοιπη σχολική χρονιά.
«Και αποφασίσατε πως το να κοιμηθείτε εκτός κοιτώνα με φορέματα είναι πιο ενδιαφέρον;» Ύστερα απευθύνθηκε στην Σελέστ. «Δεσποινίς Θορν, σας καθιστώ αρκετά υπεύθυνη και νηφάλια ώστε να πάρετε αμέσως τον δρόμο για το γραφείο του καθηγητή Φλίτγουικ. Δώστε του αυτό» είπε και βγάζοντας το ραβδί της παρουσίασε μία περγαμηνή με μία κοφτή κίνηση. Η Σελέστ πήρε την περγαμηνή ενώ η καθηγήτρια γύρισε προς το μέρος της Αριάδνης. «Στο μεταξύ, δεσποινίς Μπλανς, θα σας συνοδέψω στον υπεύθυνο του δικού σας κοιτώνα.» είπε και έκανε στροφή, παίρνοντας τον δρόμο για την μαρμάρινη σκάλα.
«Τα λέμε αργότερα» είπε η Αριάδνη στην Σελέστ και βιάστηκε να ακολουθήσει την καθηγήτρια.
Φτάνοντας στο τέλος του διαδρόμου, η Μακ Γκόναγκαλ έστριψε αριστερά και άρχισε να κατεβαίνει τη μαρμάρινη σκάλα, με την Αριάδνη από πίσω της. Ύστερα έστριψε δεξιά, παίρνοντας τον δρόμο για τα μπουντρούμια. Συνεχίζοντας τον δρόμο τους, η Αριάδνη πρόσεξε πως το κάστρο είχε αρχίσει να ξυπνά. Μαθητές τριγύριζαν ήδη στα μπουντρούμια, ξεκινώντας για την μεγάλη τραπεζαρία. Ένα ψηλό αγόρι με σκούρα μαλλιά και εξίσου σκούρα μάτια περπάτησε προς την είσοδο, φτάνοντας την Μακ Γκόναγκαλ και την Αριάδνη. Έριξε στην δεύτερη ένα έκπληκτο βλέμμα, που ωστόσο υποδήλωνε διασκέδαση με την κατάσταση. Η Αριάδνη συνάντησε στιγμιαία τα μάτια του, κουνώντας βαριεστημένα το χέρι της και συνέχισε τον δρόμο της με την Μακ Γκόναγκαλ μπροστά της.
Φτάνοντας τον προορισμό τους, η καθηγήτρια χτύπησε την πόρτα ενός γραφείου. Σύντομα ο ένοικος εμφανίστηκε με ένα γνωστό απαθές βλέμμα.
«Παρακαλώ, Μινέρβα; Σκόπευα να πάω στην τραπεζαρία.»
«Σέβερους» ξεκίνησε η Μακ Γκόναγκαλ, «η δεσποινίς Μπλανς από εδώ αποφάσισε πως το να τριγυρνά κανείς τη νύχτα και να κοιμάται εκτός κοιτώνα με επιμελήτριες άλλων κοιτώνων θεωρείται εντός κανονισμών.»
Ο Σνέιπ δεν έδειχνε να έχει προσέξει την μαθήτρια μέχρι που αναφέρθηκε. Έστρεψε τα μάτια του στην Αριάδνη καθώς τα μάτια του έγιναν χάντρες από την αυταρέσκεια.
«Μπα, τι βλέπω εδώ;» είπε, δείχνοντας με το χέρι του την εξευτελιστική εμφάνιση της Αριάδνης. Κοντό μαύρο φόρεμα, μουντζουρωμένα μελί μάτια και σκούρα μελί μαλλιά που είχαν βγει από την εποχή των σπηλαίων. Η Αριάδνη προσπάθησε να τα στρώσει αλλά ήταν αδύνατο με το αριστερό χέρι ΄ στο δεξί κρατούσε ένα μάτσο λουριά με τακούνια. «20 βαθμοί για την απρεπή εμφάνιση» είπε ο Σνέιπ. «Και άλλους δέκα επειδή είσαι επιμελήτρια.»
«Μα, κύριε καθηγητά…»
«Σιωπή! Μέσα γρήγορα» είπε, και έτεινε προς την πόρτα.
Η Αριάδνη μπήκε με βαριά βήματα και κάθισε σε μία καρέκλα απέναντι από το γραφείο.
«Ευχαριστώ, καθηγήτρια Μακ Γκόναγκαλ» τον άκουσε να λέει. «Θα σας δω στην τραπεζαρία.»
Αμέσως μετά έκλεισε ήρεμα την πόρτα, μα η Αριάδνη ήξερε καλύτερα. Ο Σνέιπ γύρισε με οργισμένα βήματα στο γραφείο του και κάθισε. Το πρόσωπό του έλαμπε από θυμό.
«Τι σκεφτόσουν; Πως έκανες τέτοια ανώριμη πράξη; Αν ήμουν διευθυντής θα σε είχα αποβάλλει εδώ και τώρα.»
«Κύριε, ήμουν θύμα ραδιουργίας» δήλωσε σοβαρά η Αριάδνη.
«Μπα; Πως κι έτσι; Κανείς έχωσε ουίσκι της φωτιάς με το ζόρι στον λαιμό σου.»
«Μα, ελάτε τώρα, πάρτι ήταν…» έκανε κουρασμένη η κοπέλα.
«Τέλος. Δεν υπάρχει κάτι άλλο να συζητήσουμε. Απορώ ώρες ώρες με την επιλογή του διευθυντή να σε διορίσει επιμελήτρια. Θα πάρεις τιμωρία με τον επιστάτη μας. Μαθαίνω πως χρειάζεται αρκετή βοήθεια καθαρίζοντας την ακαταστασία του χτεσινού πάρτι» είπε και έγραψε τρεις αράδες σε μία περγαμηνή, σφραγίζοντάς την. «Θα πας αυτό στον κο. Φίλτς, ύστερα για πρωινό και μετά γραμμή στον λουτρό των επιμελητών. Ευτυχώς για σένα που είναι Σάββατο.»
Βρήκε τον Φίλτς στον δρόμο για την τραπεζαρία. Προσπερνώντας τα υπόλοιπα τραπέζια, έφτασε σε αυτό του Χάφλπαφλ και κάθισε απέναντι από το αγόρι με τα σκουρόχρωμα μαλλιά. Εκείνος την κοίταξε πάλι με ένα διασκεδαστικό, ωστόσο συγκρατημένο ύφος.
«Καφέ» ζήτησε η Αριάδνη λακωνικά.
Εκείνος, απάντησε, χωρίς να σταματήσει να χαμογελά. «Πως τον θες;»
«Μαύρο. Σαν την ψυχή μου.»
Το αγόρι συνέχισε να μιλά ενώ έβαζε καφέ σε ένα φλιτζάνι. «Καταλαβαίνεις πως δεν βρίσκεσαι στο τραπέζι σου, έτσι;»
«Είμαι επιμελήτρια, μπορώ να κάνω ό, τι γουστάρω» απάντησε με έναν αέρα η Αριάδνη.
«Αλήθεια; Τι τιμωρία σου βάλανε;» ρώτησε ευγενικά το αγόρι.
Η Αριάδνη κατσούφιασε. «Να καθαρίσω ό, τι απέμεινε από το χτεσινό πάρτι.»
«Δίκαιο ακούγεται» σχολίασε το αγόρι, προσφέροντας το φλιτζάνι στην κοπέλα.
«Όχι, άδικο είναι που εσύ φαίνεσαι καλά σήμερα το πρωί. Πως και δεν έχεις πάθει κίρρωση του ήπατος ακόμα;» είπε η Αριάδνη, πίνοντας μία μεγάλη γουλιά από τον καφέ της.
«Επειδή δεν ήπια ούτε το ένα τρίτο όσων ήπιες εσύ και η Σελέστ ξεχωριστά. Αυτό, και ότι έφυγα νωρίτερα.»
«Μάλιστα» ήπιε, κατεβάζοντας ό, τι απέμεινε από το φλιτζάνι της και σηκώθηκε.
«Φεύγεις κιόλας;» ρώτησε τάχα απογοητευμένο το αγόρι.
«Πρέπει να κάνω έλεγχο ζημιάς, Κρίστιαν. Είδες την Σελέστ, επί τη ευκαιρία;»
«Ήρθε, έφαγε και έφυγε μέσα σε τρία λεπτά» απάντησε ο Κρίστιαν. «Υπάρχει κάτι που θα ‘πρεπε να ξέρω;»
«Μας πήρε ο ύπνος σε έναν καναπέ στον τέταρτο όροφο. Κοίτα, πρέπει να φύγω, έχω να κάνω μπάνιο, να αλλάξω ρούχα και να πάω αμέσως στην τιμωρία μου. Θα σε δω στο μεσημεριανό;» ρώτησε.
«Ίσως και νωρίτερα, αν έχεις τελειώσει με την τιμωρία σου. Έι, περίμενε» είπε ο Κρίστιαν όταν η Αριάδνη έκανε να φύγει. «Πάρε δυο τοστ πριν φύγεις.»
Η κοπέλα έκανε δυο βήματα, τεντώθηκε να φτάσει τα τοστ και αφού ευχαρίστησε το αγόρι, έφυγε βιαστικά για το λουτρό των επιμελητών προτού την δει όλο το σχολείο με αυτή την εμφάνιση. Μερικοί πρόλαβαν και της έριξαν δεύτερο βλέμμα πριν φτάσει την μαρμάρινη σκάλα.
Φτάνοντας στον πέμπτο όροφο, στάθηκε μπροστά στην πόρτα των λουτρών, ψιθύρισε το σύνθημα και μπήκε μέσα κλείνοντας γρήγορα την πόρτα πίσω της. Η Σελέστ ήταν μέσα.
«Δόξα τω Θεώ» είπε η Αριάδνη.
«Χάλια ξύπνημα σήμερα. Τι έγινε στου Φλίτγουικ;» ρώτησε καθώς βυθιζόταν στο χρωματισμένο νερό του λουτρού, δημιουργώντας φυσαλίδες.
Η Σελέστ δεν έδειχνε σε καλύτερη κατάσταση από την Αριάδνη. «Τη γλύτωσα με γραπτή τιμωρία. Πρέπει να γράψω διακόσιες φορές τις Τρεις Προϋποθέσεις Ξορκιών Ευθυμίας.»
«Βαρετό, θα προτιμούσα απλά να γράψω ‘Δεν θα ξανακοιμηθώ έξω από τον κοιτώνα μου με την Αριάδνη Μπλανς’. Πολύ πιο ενδιαφέρον.»
Η Σελέστ χαμογέλασε κουρασμένα. «Εσένα τι σου έβαλαν;»
«Να μαζέψω το χάλι του χτεσινού πάρτι.»
«Σε λυπάμαι, αγαπητή μου. Προτιμώ την δική μου τιμωρία.» είπε η Σελέστ.
«Μιλάμε είμαστε και πολύ πρώτες επιμελήτριες. Θέτουμε το σωστό παράδειγμα.» είπε η Αριάδνη.
«Τι να σου πω, είμαστε καταπληκτικές. Πρώτη βδομάδα και είμαστε ήδη τιμωρία. Πως μας κάνανε επιμελήτριες;» αναρωτήθηκε η Σελέστ.
«Μας κάνανε επειδή είμαστε πανέξυπνες και διαβαστερές και σώσαμε τον κόσμο από την καταστροφή.»
«Το να σβήνεις την φωτιά που άναψε κατά λάθος ο Γιούαν Μακ Μάβυ στο τρίτο έτος δεν μετρά ούτε με το ζόρι.»
«Για σε παρακαλώ» είπε με προσποιητή προσβολή η Αριάδνη. «Θα έπρεπε να πάρουμε βραβείο για αυτό.»
«Ωχ αμάν, πρέπει να πηγαίνω» είπε ξαφνικά η Σελέστ και άρχισε να βγαίνει από την μπανιέρα στάζοντας.
«Γιατί;» ρώτησε η Αριάδνη.
«Πρέπει να κάνω την τιμωρία μου.»
«Τώρα;»
«Ναι» απάντησε η Σελέστ καθώς ντυνόταν βιαστικά. «Τα λέμε το μεσημέρι, ναι;»
«Ναι, τα λέμε» απάντησε η Αριάδνη τη στιγμή που η Σελέστ έκλεινε την πόρτα πίσω της.
Την στιγμή εκείνη δυνατός πόνος διαπέρασε το σώμα της, χιλιάδες μικροσκοπικά τρυπήματα και ένα κρύο ρίγος που ερχόταν και έφευγε. Εικόνες έρχονταν βίαια στην όρασή της και εξαφανίζονταν το ίδιο γρήγορα. Ανταριασμένος ουρανός, γεμάτος σύννεφα. Ένας άλλοτε όμορφος κήπος, ο παλιός οίκος των Μπλανς...
Όλα ήταν σκοτεινά. Μία ψηλή, λεπτή φιγούρα τυλιγμένη στα μαύρα χτύπησε την πόρτα των Μπλανς τρεις φορές. Λίγο αργότερα η πόρτα άνοιξε και από πίσω της εμφανίστηκε ένας εξίσου μαυροντυμένος άντρας. Αν και τα μαλλιά του ήταν ολόλευκα, σχεδόν ιριδίζοντα, το πρόσωπό του δεν πρόδιδε ηλικία μεγαλύτερη των εξήντα. Χωρίς λόγια, ο άντρας παραμέρισε και άφησε την γυναίκα να περάσει. Εκείνη, αφού μπήκε μέσα, κατέβασε αργά την κουκούλα της, αποκαλύπτοντας μία κατάξανθη χαίτη, λεπτά χαρακτηριστικά και σκούρα μελένια μάτια.
«Πατέρα» χαιρέτησε η γυναίκα, «είναι καιρός. Η μικρή έχει ήδη αρχίσει να χτίζει τη δύναμή της. Είναι χαρισματική.»
«Δεν διαφωνώ καθόλου μαζί σου αγαπητή μου Ιρίς. Αυτό που με απασχολεί είναι το πώς θα χρησιμοποιήσουμε την νεαρή χωρίς να το μάθουν ο Λεωνίδας και η Ελλαδώρα. Δεν πρέπει να κινήσουμε υποψίες.»
«Ασφαλώς, απλά πιστεύω πως η στιγμή έχει φτάσει. Νιώθω την δύναμή της, μεγαλώνει και η μικρή δεν το έχει πάρει χαμπάρι. Νομίζω πως πρέπει να βιαστούμε.»
«Υπομονή, Ιρίς. Η βιασύνη ποτέ δεν ωφέλησε κανένα. Θα το σκεφτώ…» είπε ο άντρας καθώς η εικόνα διαλυόταν.
Σπασμοί τράνταζαν την Αριάδνη ώσπου δεν έμεινε τίποτα, καμία εικόνα, κανένα ρίγος, καθόλου πόνος. Η Αριάδνη βυθιζόταν στο λουτρό και ούτε η Ιρίς, ούτε η Σελέστ, ούτε ο άντρας στο σπίτι μπορούσαν να την σώσουν.
Λάθη θα υπάρχουν, οπότε όχι πέτρες, όχι ντομάτες.-
And if I only could,
I'd make a deal with God,
And I'd get him to swap our places,
Be running up that road,
Be running up that hill,
Be running up that building.
Say, If I only could, oh...
-Kate Bush
Κεφάλαιο Πρώτο
«Αριάδνη ξύπνα, δεν είμαστε στους κοιτώνες μας».
Η Σελέστ σκούντηξε την Αριάδνη η οποία έπεσε άδοξα από τον καναπέ από τον οποίο κοιμόντουσαν τα δύο κορίτσια.
«Τι στο..» ξεκίνησε να πει η Αριάδνη, αλλά διακόπηκε από μία άλλη φωνή.
«Ελπίζω να έχετε καλή δικαιολογία για το γιατί βρίσκεστε τόσο μακριά από τα κρεβάτια σας. Ίσως πάλι θα έπρεπε να ρωτήσω αν γυρίσατε καν στους κοιτώνες σας χτες το βράδυ» παρατήρησε εύστοχα η Μακ Γκόναγκαλ.
Τα δύο κορίτσια σηκώθηκαν βιαστικά μπροστά στην καθηγήτρια. Ο ήλιος φώτιζε τα χαρακτηριστικά της, ωστόσο δεν έκανε την έκφρασή της πιο ευχάριστη.
«Συγχωρέστε μας, απλώς…»
«Περνούσατε πολύ καλά;» διέκοψε η Μακ Γκόναγκαλ την Σελέστ.
«Δεν φταίει η Σελέστ, κυρία» πήρε το λόγο η Αριάδνη. «Ήμασταν στο καλωσοριστικό πάρτι του καθηγητή Σλάγκχορν…»
«Αυτό» διέκοψε η υποδιευθύντρια, «είναι προφανές».
Η Αριάδνη έστρωσε καλύτερα την φούστα του φορέματός της. «Εγώ πίεσα την Σελέστ να μείνουμε περισσότερο, ώσπου τελικά φύγαμε αλλά δεν γυρίσαμε στους κοιτώνες μας.»
Η Μακ Γκόναγκαλ είχε ένα ύφος που έλεγε πως αν ήταν στο χέρι της θα είχε σιγουρευτεί πως δεν θα έβλεπαν το φως του ήλιου για την υπόλοιπη σχολική χρονιά.
«Και αποφασίσατε πως το να κοιμηθείτε εκτός κοιτώνα με φορέματα είναι πιο ενδιαφέρον;» Ύστερα απευθύνθηκε στην Σελέστ. «Δεσποινίς Θορν, σας καθιστώ αρκετά υπεύθυνη και νηφάλια ώστε να πάρετε αμέσως τον δρόμο για το γραφείο του καθηγητή Φλίτγουικ. Δώστε του αυτό» είπε και βγάζοντας το ραβδί της παρουσίασε μία περγαμηνή με μία κοφτή κίνηση. Η Σελέστ πήρε την περγαμηνή ενώ η καθηγήτρια γύρισε προς το μέρος της Αριάδνης. «Στο μεταξύ, δεσποινίς Μπλανς, θα σας συνοδέψω στον υπεύθυνο του δικού σας κοιτώνα.» είπε και έκανε στροφή, παίρνοντας τον δρόμο για την μαρμάρινη σκάλα.
«Τα λέμε αργότερα» είπε η Αριάδνη στην Σελέστ και βιάστηκε να ακολουθήσει την καθηγήτρια.
Φτάνοντας στο τέλος του διαδρόμου, η Μακ Γκόναγκαλ έστριψε αριστερά και άρχισε να κατεβαίνει τη μαρμάρινη σκάλα, με την Αριάδνη από πίσω της. Ύστερα έστριψε δεξιά, παίρνοντας τον δρόμο για τα μπουντρούμια. Συνεχίζοντας τον δρόμο τους, η Αριάδνη πρόσεξε πως το κάστρο είχε αρχίσει να ξυπνά. Μαθητές τριγύριζαν ήδη στα μπουντρούμια, ξεκινώντας για την μεγάλη τραπεζαρία. Ένα ψηλό αγόρι με σκούρα μαλλιά και εξίσου σκούρα μάτια περπάτησε προς την είσοδο, φτάνοντας την Μακ Γκόναγκαλ και την Αριάδνη. Έριξε στην δεύτερη ένα έκπληκτο βλέμμα, που ωστόσο υποδήλωνε διασκέδαση με την κατάσταση. Η Αριάδνη συνάντησε στιγμιαία τα μάτια του, κουνώντας βαριεστημένα το χέρι της και συνέχισε τον δρόμο της με την Μακ Γκόναγκαλ μπροστά της.
Φτάνοντας τον προορισμό τους, η καθηγήτρια χτύπησε την πόρτα ενός γραφείου. Σύντομα ο ένοικος εμφανίστηκε με ένα γνωστό απαθές βλέμμα.
«Παρακαλώ, Μινέρβα; Σκόπευα να πάω στην τραπεζαρία.»
«Σέβερους» ξεκίνησε η Μακ Γκόναγκαλ, «η δεσποινίς Μπλανς από εδώ αποφάσισε πως το να τριγυρνά κανείς τη νύχτα και να κοιμάται εκτός κοιτώνα με επιμελήτριες άλλων κοιτώνων θεωρείται εντός κανονισμών.»
Ο Σνέιπ δεν έδειχνε να έχει προσέξει την μαθήτρια μέχρι που αναφέρθηκε. Έστρεψε τα μάτια του στην Αριάδνη καθώς τα μάτια του έγιναν χάντρες από την αυταρέσκεια.
«Μπα, τι βλέπω εδώ;» είπε, δείχνοντας με το χέρι του την εξευτελιστική εμφάνιση της Αριάδνης. Κοντό μαύρο φόρεμα, μουντζουρωμένα μελί μάτια και σκούρα μελί μαλλιά που είχαν βγει από την εποχή των σπηλαίων. Η Αριάδνη προσπάθησε να τα στρώσει αλλά ήταν αδύνατο με το αριστερό χέρι ΄ στο δεξί κρατούσε ένα μάτσο λουριά με τακούνια. «20 βαθμοί για την απρεπή εμφάνιση» είπε ο Σνέιπ. «Και άλλους δέκα επειδή είσαι επιμελήτρια.»
«Μα, κύριε καθηγητά…»
«Σιωπή! Μέσα γρήγορα» είπε, και έτεινε προς την πόρτα.
Η Αριάδνη μπήκε με βαριά βήματα και κάθισε σε μία καρέκλα απέναντι από το γραφείο.
«Ευχαριστώ, καθηγήτρια Μακ Γκόναγκαλ» τον άκουσε να λέει. «Θα σας δω στην τραπεζαρία.»
Αμέσως μετά έκλεισε ήρεμα την πόρτα, μα η Αριάδνη ήξερε καλύτερα. Ο Σνέιπ γύρισε με οργισμένα βήματα στο γραφείο του και κάθισε. Το πρόσωπό του έλαμπε από θυμό.
«Τι σκεφτόσουν; Πως έκανες τέτοια ανώριμη πράξη; Αν ήμουν διευθυντής θα σε είχα αποβάλλει εδώ και τώρα.»
«Κύριε, ήμουν θύμα ραδιουργίας» δήλωσε σοβαρά η Αριάδνη.
«Μπα; Πως κι έτσι; Κανείς έχωσε ουίσκι της φωτιάς με το ζόρι στον λαιμό σου.»
«Μα, ελάτε τώρα, πάρτι ήταν…» έκανε κουρασμένη η κοπέλα.
«Τέλος. Δεν υπάρχει κάτι άλλο να συζητήσουμε. Απορώ ώρες ώρες με την επιλογή του διευθυντή να σε διορίσει επιμελήτρια. Θα πάρεις τιμωρία με τον επιστάτη μας. Μαθαίνω πως χρειάζεται αρκετή βοήθεια καθαρίζοντας την ακαταστασία του χτεσινού πάρτι» είπε και έγραψε τρεις αράδες σε μία περγαμηνή, σφραγίζοντάς την. «Θα πας αυτό στον κο. Φίλτς, ύστερα για πρωινό και μετά γραμμή στον λουτρό των επιμελητών. Ευτυχώς για σένα που είναι Σάββατο.»
Βρήκε τον Φίλτς στον δρόμο για την τραπεζαρία. Προσπερνώντας τα υπόλοιπα τραπέζια, έφτασε σε αυτό του Χάφλπαφλ και κάθισε απέναντι από το αγόρι με τα σκουρόχρωμα μαλλιά. Εκείνος την κοίταξε πάλι με ένα διασκεδαστικό, ωστόσο συγκρατημένο ύφος.
«Καφέ» ζήτησε η Αριάδνη λακωνικά.
Εκείνος, απάντησε, χωρίς να σταματήσει να χαμογελά. «Πως τον θες;»
«Μαύρο. Σαν την ψυχή μου.»
Το αγόρι συνέχισε να μιλά ενώ έβαζε καφέ σε ένα φλιτζάνι. «Καταλαβαίνεις πως δεν βρίσκεσαι στο τραπέζι σου, έτσι;»
«Είμαι επιμελήτρια, μπορώ να κάνω ό, τι γουστάρω» απάντησε με έναν αέρα η Αριάδνη.
«Αλήθεια; Τι τιμωρία σου βάλανε;» ρώτησε ευγενικά το αγόρι.
Η Αριάδνη κατσούφιασε. «Να καθαρίσω ό, τι απέμεινε από το χτεσινό πάρτι.»
«Δίκαιο ακούγεται» σχολίασε το αγόρι, προσφέροντας το φλιτζάνι στην κοπέλα.
«Όχι, άδικο είναι που εσύ φαίνεσαι καλά σήμερα το πρωί. Πως και δεν έχεις πάθει κίρρωση του ήπατος ακόμα;» είπε η Αριάδνη, πίνοντας μία μεγάλη γουλιά από τον καφέ της.
«Επειδή δεν ήπια ούτε το ένα τρίτο όσων ήπιες εσύ και η Σελέστ ξεχωριστά. Αυτό, και ότι έφυγα νωρίτερα.»
«Μάλιστα» ήπιε, κατεβάζοντας ό, τι απέμεινε από το φλιτζάνι της και σηκώθηκε.
«Φεύγεις κιόλας;» ρώτησε τάχα απογοητευμένο το αγόρι.
«Πρέπει να κάνω έλεγχο ζημιάς, Κρίστιαν. Είδες την Σελέστ, επί τη ευκαιρία;»
«Ήρθε, έφαγε και έφυγε μέσα σε τρία λεπτά» απάντησε ο Κρίστιαν. «Υπάρχει κάτι που θα ‘πρεπε να ξέρω;»
«Μας πήρε ο ύπνος σε έναν καναπέ στον τέταρτο όροφο. Κοίτα, πρέπει να φύγω, έχω να κάνω μπάνιο, να αλλάξω ρούχα και να πάω αμέσως στην τιμωρία μου. Θα σε δω στο μεσημεριανό;» ρώτησε.
«Ίσως και νωρίτερα, αν έχεις τελειώσει με την τιμωρία σου. Έι, περίμενε» είπε ο Κρίστιαν όταν η Αριάδνη έκανε να φύγει. «Πάρε δυο τοστ πριν φύγεις.»
Η κοπέλα έκανε δυο βήματα, τεντώθηκε να φτάσει τα τοστ και αφού ευχαρίστησε το αγόρι, έφυγε βιαστικά για το λουτρό των επιμελητών προτού την δει όλο το σχολείο με αυτή την εμφάνιση. Μερικοί πρόλαβαν και της έριξαν δεύτερο βλέμμα πριν φτάσει την μαρμάρινη σκάλα.
Φτάνοντας στον πέμπτο όροφο, στάθηκε μπροστά στην πόρτα των λουτρών, ψιθύρισε το σύνθημα και μπήκε μέσα κλείνοντας γρήγορα την πόρτα πίσω της. Η Σελέστ ήταν μέσα.
«Δόξα τω Θεώ» είπε η Αριάδνη.
«Χάλια ξύπνημα σήμερα. Τι έγινε στου Φλίτγουικ;» ρώτησε καθώς βυθιζόταν στο χρωματισμένο νερό του λουτρού, δημιουργώντας φυσαλίδες.
Η Σελέστ δεν έδειχνε σε καλύτερη κατάσταση από την Αριάδνη. «Τη γλύτωσα με γραπτή τιμωρία. Πρέπει να γράψω διακόσιες φορές τις Τρεις Προϋποθέσεις Ξορκιών Ευθυμίας.»
«Βαρετό, θα προτιμούσα απλά να γράψω ‘Δεν θα ξανακοιμηθώ έξω από τον κοιτώνα μου με την Αριάδνη Μπλανς’. Πολύ πιο ενδιαφέρον.»
Η Σελέστ χαμογέλασε κουρασμένα. «Εσένα τι σου έβαλαν;»
«Να μαζέψω το χάλι του χτεσινού πάρτι.»
«Σε λυπάμαι, αγαπητή μου. Προτιμώ την δική μου τιμωρία.» είπε η Σελέστ.
«Μιλάμε είμαστε και πολύ πρώτες επιμελήτριες. Θέτουμε το σωστό παράδειγμα.» είπε η Αριάδνη.
«Τι να σου πω, είμαστε καταπληκτικές. Πρώτη βδομάδα και είμαστε ήδη τιμωρία. Πως μας κάνανε επιμελήτριες;» αναρωτήθηκε η Σελέστ.
«Μας κάνανε επειδή είμαστε πανέξυπνες και διαβαστερές και σώσαμε τον κόσμο από την καταστροφή.»
«Το να σβήνεις την φωτιά που άναψε κατά λάθος ο Γιούαν Μακ Μάβυ στο τρίτο έτος δεν μετρά ούτε με το ζόρι.»
«Για σε παρακαλώ» είπε με προσποιητή προσβολή η Αριάδνη. «Θα έπρεπε να πάρουμε βραβείο για αυτό.»
«Ωχ αμάν, πρέπει να πηγαίνω» είπε ξαφνικά η Σελέστ και άρχισε να βγαίνει από την μπανιέρα στάζοντας.
«Γιατί;» ρώτησε η Αριάδνη.
«Πρέπει να κάνω την τιμωρία μου.»
«Τώρα;»
«Ναι» απάντησε η Σελέστ καθώς ντυνόταν βιαστικά. «Τα λέμε το μεσημέρι, ναι;»
«Ναι, τα λέμε» απάντησε η Αριάδνη τη στιγμή που η Σελέστ έκλεινε την πόρτα πίσω της.
Την στιγμή εκείνη δυνατός πόνος διαπέρασε το σώμα της, χιλιάδες μικροσκοπικά τρυπήματα και ένα κρύο ρίγος που ερχόταν και έφευγε. Εικόνες έρχονταν βίαια στην όρασή της και εξαφανίζονταν το ίδιο γρήγορα. Ανταριασμένος ουρανός, γεμάτος σύννεφα. Ένας άλλοτε όμορφος κήπος, ο παλιός οίκος των Μπλανς...
Όλα ήταν σκοτεινά. Μία ψηλή, λεπτή φιγούρα τυλιγμένη στα μαύρα χτύπησε την πόρτα των Μπλανς τρεις φορές. Λίγο αργότερα η πόρτα άνοιξε και από πίσω της εμφανίστηκε ένας εξίσου μαυροντυμένος άντρας. Αν και τα μαλλιά του ήταν ολόλευκα, σχεδόν ιριδίζοντα, το πρόσωπό του δεν πρόδιδε ηλικία μεγαλύτερη των εξήντα. Χωρίς λόγια, ο άντρας παραμέρισε και άφησε την γυναίκα να περάσει. Εκείνη, αφού μπήκε μέσα, κατέβασε αργά την κουκούλα της, αποκαλύπτοντας μία κατάξανθη χαίτη, λεπτά χαρακτηριστικά και σκούρα μελένια μάτια.
«Πατέρα» χαιρέτησε η γυναίκα, «είναι καιρός. Η μικρή έχει ήδη αρχίσει να χτίζει τη δύναμή της. Είναι χαρισματική.»
«Δεν διαφωνώ καθόλου μαζί σου αγαπητή μου Ιρίς. Αυτό που με απασχολεί είναι το πώς θα χρησιμοποιήσουμε την νεαρή χωρίς να το μάθουν ο Λεωνίδας και η Ελλαδώρα. Δεν πρέπει να κινήσουμε υποψίες.»
«Ασφαλώς, απλά πιστεύω πως η στιγμή έχει φτάσει. Νιώθω την δύναμή της, μεγαλώνει και η μικρή δεν το έχει πάρει χαμπάρι. Νομίζω πως πρέπει να βιαστούμε.»
«Υπομονή, Ιρίς. Η βιασύνη ποτέ δεν ωφέλησε κανένα. Θα το σκεφτώ…» είπε ο άντρας καθώς η εικόνα διαλυόταν.
Σπασμοί τράνταζαν την Αριάδνη ώσπου δεν έμεινε τίποτα, καμία εικόνα, κανένα ρίγος, καθόλου πόνος. Η Αριάδνη βυθιζόταν στο λουτρό και ούτε η Ιρίς, ούτε η Σελέστ, ούτε ο άντρας στο σπίτι μπορούσαν να την σώσουν.
Θα το βρεις εδώ:
Συγγραφικές απόπειρες,
Midori Hana
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)